Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πνικτήρ

См. также в других словарях:

  • πνικτήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που πνίγει 2. (σχετικά με πάλη) πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνίγω + επίθημα τήρ (πρβλ. φρακ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • πνικτῆρι — πνικτήρ choking masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»