Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κύδιστος

См. также в других словарях:

  • κύδιστος — κύδιστος, ίοτη, ον (Α) (υπερθ. τού κυδρός) 1. πολύ φημισμένος, ενδοξότατος («Ζεῡ κύδιστε μέγιστε», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) μέγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. τού επιθ. κυδρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος) + κατάλ. ιστος (πρβλ. αἴσχ… …   Dictionary of Greek

  • κύδιστος — κύ̱διστος , κύδιστος most honoured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδιστ' — κύ̱διστα , κύδιστος most honoured neut nom/voc/acc pl κύ̱διστε , κύδιστος most honoured masc voc sg κύ̱δισται , κύδιστος most honoured fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυδίστα — κῡδίστᾱ , κύδιστος most honoured fem nom/voc/acc dual κῡδίστᾱ , κύδιστος most honoured fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυδίστων — κῡδίστων , κύδιστος most honoured fem gen pl κῡδίστων , κύδιστος most honoured masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδιστον — κύ̱διστον , κύδιστος most honoured masc acc sg κύ̱διστον , κύδιστος most honoured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως …   Dictionary of Greek

  • πολυκύδιστος — η, ον, Α (για πρόσ.) ο πάρα πολύ φημισμένος, πάρα πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύδιστος, υπερθ. τού κυδρός «ένδοξος» (< κῦδος, τὸ «δόξα, φήμη»)] …   Dictionary of Greek

  • πρέσβιστος — και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, ίστη, ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, άτη, ον, Α (ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς) 1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει»,… …   Dictionary of Greek

  • φέριστος — και φέρτιστος, ίστη, ον, Α φέρτατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρ ιστος έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bher τού ρ. φέρω* με την κατάλ. ιστος τού υπερθετικού βαθμού (πρβλ. μέγ ιστος) και αντιστοιχεί, ως προς τον τρόπο σχηματισμού, με έναν αβεστ. τ. κλητικής… …   Dictionary of Greek

  • ύψιστος — η, ο / ὕψιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ 1. πάρα πολύ ψηλός, υψηλότατος 2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε πολύ μεγάλο ύψος («πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλης, ὀρων ὕψιστον», Αισχύλ.) 3. ανώτερος όλων, υπέρτατος 4. πάρα πολύ σημαντικός, μέγιστος (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»