-
1 Πολίτης
Πολίτηςcitizen: masc nom sg -
2 πολίτης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολίτης
-
3 Πολίτης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Πολίτης
-
4 πολίτης
πολίτης, ου, ὁ (πόλις; Hom. et al.; ins, pap, LXX, TestJob 29, 1; EpArist, Philo, Joseph.)① one who lives in or comes fr. a city or country, citizen of πόλεως Ac 21:39. τῆς χώρας ἐκείνης Lk 15:15. (Opp. ξένοι, as Philo, Poster. Cai. 109) Dg 5:5; AcPl Ha 4, 6.② a member of one’s own sociopolitical group, fellow-citizen, compatriot (Pla., Apol. 37c, Prot. 339f; Diod S 11, 47, 3; 11, 62, 1 al.; Phlegon: 257 Fgm. 36, 2, 4 Jac.; Appian, Bell. Civ. 4, 127 §531 al.; Chion, Ep. 15, 1; Pr 11:9; 24:28; TestJob 29:1; Jos., Ant. 1, 21, Vi. 274) Hb 8:11 (Jer 38:34). The compatriots or subjects of a ruler are likew. so called (Schol. on Nicander, Ther. 15 [p. 5, 34]; Jos., Ant. 12, 162) 1 Cl 55:1. Cp. Lk 19:14.—DELG s.v. πόλις. M-M. TW. Spicq. -
5 πολίτης
πολί̱της, πολίτηςcitizen: masc nom sg -
6 πολίτης
-ου + ὁ N 1 1-0-3-3-10=17 Gn 23,11; Jer 36(29),23; 38(31),34; Zech 13,7; Prv 11,9countryman, citizenCf. SPICQ 1978a, 710-720 -
7 πολίτης
A citizen, freeman, Il.15.558,22.429, Od.7.131, Pi.O.5.16, etc.;π. ἀγαθός Th.3.42
, Pl.Grg. 517c; ; πόλεως, πόλεων π., Antipho 5.78, And.1.5;ὦ γᾶς πατρίας πολῖται S.Ant. 806
(lyr.);π. ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Arist.Pol. 1275a22
.2 fellow-citizen (cf. πολιήτης), Sapph.Supp.1.14, etc.;Κάδμου π. A.Th. 1
;Ἀθηναίων π. And.1.139
;ὑμῶν Lys.20.12
; : and by a Com. metaph.,οἴνου π. ὢν κρατίστου Amphis 36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολίτης
-
8 πολίτης
citizenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πολίτης
-
9 Πολίται
Πολίτηςcitizen: masc nom /voc plΠολίτᾱͅ, Πολίτηςcitizen: masc dat sg (doric aeolic) -
10 Πολίτη
-
11 Πολιτέων
Πολίτηςcitizen: masc gen pl (epic ionic) -
12 Πολίταιν
Πολίτηςcitizen: masc gen /dat dual -
13 Πολίταις
Πολίτηςcitizen: masc dat pl -
14 Πολίτην
Πολίτηςcitizen: masc acc sg (attic epic ionic) -
15 Πολίτου
Πολίτηςcitizen: masc gen sg -
16 πολιητέων
πολίτηςcitizen: masc gen pl (epic ionic) -
17 πολιήταις
πολίτηςcitizen: masc dat pl (epic ionic) -
18 πολιήτην
πολίτηςcitizen: masc acc sg (attic epic ionic) -
19 πολιήτης
πολίτηςcitizen: masc nom sg (epic ionic) -
20 πολιήτιδα
πολίτηςcitizen: fem acc sg (epic ionic)πολιῆτιςcitizen: fem acc sg
См. также в других словарях:
Πολίτης — citizen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… … Dictionary of Greek
πολίτης — ο θηλ. τισσα 1. κάτοικος πόλης. 2. μέλος, υπήκοος μιας πολιτείας, ενός κράτους: Όλοι οι πολίτες έχουν τα ίδια δικαιώματα μπροστά στο νόμο. 3. αυτός που δεν είναι ούτε στρατιώτης ούτε κληρικός: Καλός πολίτης (ευχή σε στρατιώτη). 4. ως κύρ. όν.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολίτης — πολί̱της , πολίτης citizen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολίτης, Κοσμάς — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα Πάρη Ταβελούδη, Αθήνα 1893 – 1974). Σε ηλικία δύο ετών πήγε στη Σμύρνη, όπου έζησε ως τη Μικρασιατική καταστροφή. Αργότερα, ως τραπεζικός υπάλληλος, γνώρισε τη ζωή της ελληνικής επαρχίας. Την πρώτη επίσημη… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Λίνος — (1906 – 1981). Φιλόλογος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Βερολίνου, Μονάχου και Παρισιού. Διετέλεσε επιμελητής χειρογράφων της Εθνικής… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Νικόλαος — (Καλαμάτα 1852 – Αθήνα 1921). Κορυφαίος λαογράφος και θεμελιωτής των λαογραφικών σπουδών στην Ελλάδα. Μαθητής ακόμα του γυμνασίου έδειξε ενδιαφέρον για τα ήθη και τα έθιμα των αρχαίων και των νεότερων Ελλήνων, για τα γλωσσικά ιδιώματα, τα… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Φώτος — (Αθήνα 1890 – 1934). Έλληνας κριτικός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Γιος του Νικολάου Πολίτη, δέχτηκε έως ένα σημείο την επίδρασή του στον ιδεολογικό και θεωρητικό προσανατολισμό του. Από νεαρή ηλικία τον τράβηξε το θέατρο. Όταν, μετά το… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Αθανάσιος — (1893 – 1967). Έλληνας διπλωμάτης. Διορίστηκε στο διπλωματικό σώμα το 1917 ως ακόλουθος και από τότε υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στο εξωτερικό και την κεντρική υπηρεσία. Διετέλεσε σύμβουλος της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο (1935), στη… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Ιωάννης — (Πειραιάς 1886 – Αθήνα 1968). Βοτανολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1904 γράφτηκε στη φυσικομαθηματική Σχολή, ύστερα δε από φοίτηση ενός έτους, αναχώρησε στην Ιταλία, όπου φοίτησε στα πανεπιστήμια Νάπολης, Ρώμης και Παβίας. Το… … Dictionary of Greek
πολιῆτα — πολίτης citizen masc voc sg (epic ionic) πολίτης citizen masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)