-
1 ἑορτή
Grammatical information: f.Meaning: `feast, religious faest' (Od.).Dialectal forms: Ion. ὁρτή (with hyphaeresis)Compounds: As 2. member in φιλ-έορτος (Ar. in lyr.) a. o.Derivatives: Adj. ἑορταῖος `belonging to the feast' (D. H.), ἑορτώδης `festal' (J., Ph.) and denomin. ἑορτάζω, ὁρτάζω `celebrate a feast' (Ion.-Att.) with ἑόρτασις (Pl.), - ιμος (J. ; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 87), ἑόρτασμα (LXX), ἑορταστής (Poll., Max. Tyr.), ἑορταστικός `fitting to a feast' (Pl. Lg. 829b u. a.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Verbal noun in - τή (Schwyzer 501, Chantraine Formation 301f.), but without further cognate. Acc. to Sonne KZ 13, 442 n. from *Ϝε-Ϝορ-τή to ἔροτις, ἔρανος (s. v.); s. also Brugmann IF 13, 155ff. ἦρα etc. (s. v.). See Solmsen Unt. 257, on the spir. asper Sommer Lautstud. 124ff.Page in Frisk: 1,531Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἑορτή
-
2 βυρσοδέψιμος
A v. βυρσιμώλους.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοδέψιμος
-
3 γελάσιμος
γελᾰσ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γελάσιμος
-
4 γνώριμος
A well-known,γνώριμα λέγεις Pl.R. 558c
;φίλα τε καὶ συνήθη καὶ γ. Id.Lg. 798e
;λόγος γ. τινι D.3.23
; ὀνόματα γ. familiar, Arist.Po. 1451b20, Top. 149a18 ([comp] Sup.); opp. ἄγνωστον, ibid.; γ. ἡμῖν, opp. ἁπλῶς, Id.EN 1095b3: more freq. in [comp] Comp. -ώτερον, ἁπλῶς, opp. γ. ἡμῖν, Id.AP0.72a3, al.;- ώτερα τεκμήρια Iamb.Myst.5.13
.2 of persons,γνωριμώτερον ποιεῖν τινά τινι X.Cyr.5.5.28
.3 Subst., acquaintance,ἑταῖρος ἢ καὶ γ. ἄλλος Od.16.9
; less than φίλος, D.18.284;τοῖς οἰκείοις καὶ τοῖς γ. Pl.R. 343e
, cf. X.Mem.2.3.1, D.21.73, etc.II notable, distinguished, οἱ γνώριμοι the notables or wealthy class, X.HG2.2.6; opp. δῆμος, Arist.Pol. 1291b18, Plu. Nic.2, etc.: [comp] Sup.οἱ ἐν ταῖς πόλεσι -ώτατοι D.19.259
; less freq. of things, remarkable, Luc.Herm.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνώριμος
-
5 διαπόμπιμος
διαπόμπ-ιμος, ον,A exported, D.S.2.49, Opp. C.3.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπόμπιμος
-
6 δικάσιμος
δῐκᾰσ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικάσιμος
-
7 δρόσιμος
δρόσ-ιμος, ον, = sq., Plu.2.918a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρόσιμος
-
8 εἰσαγώγιμος
εἰσᾰγώγ-ιμος, ον,A that can or may be imported, opp. ἐξαγώγιμος, Arist.Oec. 1345a21 ;τὰ εἰ.
imports,Id.
Pol. 1280a39 ;τέχνη εἰ.
requiring to be imported, foreign,Pl.
Lg. 847d ;εἰ. λαβεῖν E.Fr. 984
; εἰ. πόλεις, of colonies, opp. the αὐτόχθονες of Athens, ib.360.10.II as law-term, of a plea, maintainable, ,35.45, cf. Lys.23.5, Din.1.46, PHal.1.37 ; εἰ. χρήματα, with play on sense 1, D.32.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσαγώγιμος
-
9 εὐλόγιμος
A benedictus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλόγιμος
-
10 ζύγιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζύγιμος
-
11 καίριμος
A = καίριος, dub. in Macho ap.Ath.13.581b, cf. Al.Le.16.21;- ώτερος οἶνος PElor.143.2
(iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καίριμος
-
12 κάρπιμος
κάρπ-ιμος, ον,A fruit-bearing, fruitful, ; στάχυς, πέδον, E.Supp.31, Or. 1086;καρπίμους ἐτῶν κύκλους Id.Hel. 112
; ;κισσοῦ κλάδοι Alex. 119.5
; ; κάρπιμα πρῷα early crops, Ar.V. 264; θερίσαι κάρπιμα to reap the fruits, CIG4310.15 ([place name] Limyra), cf. PSI4.292.13 (iii A.D.); κ. [ ἀγαθά] property that yields a produce, opp. ἀπολαυστικά, Arist.Rh. 1361a17; opp. ἄκαρπα, Id.EN 1125a12: metaph., ἀμέλγεις τῶν ξένων τοὺς κ. from whom money can be wrung, Ar.Eq. 326.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπιμος
-
13 καταγελάσιμος
καταγελάσ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγελάσιμος
-
14 κατοκωχή
κατοκωχ-ή, ἡ,A = κατοχή, possession,τῆς χώρας Anon.
ap. Suid.; mental grasp,τῶν εἰρημένων Zeno Stoic.1.58
.II being possessed, inspiration, ;ἀπὸ Μουσῶν κ. Id.Phdr. 245a
, cf. Ph.1.174, al., Dam.Isid.32:—the forms κατακωχή, -ιμος are late and incorrect; cf. ἀνοκωχή, συνοκωχή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοκωχή
-
15 κατοκώχιμος
2 capable of being possessed by a feeling or passion,ὑπὸ κινήσεως Arist.Pol. 1342a8
;ἐκ τῆς ἀρετῆς Id.EN 1179b9
; τῷ πάθει possessed, Id.HA 572a32; inclined, : abs., frantic, Luc.JTr.30 (vulg. κατόχιμος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοκώχιμος
-
16 κατόμβριμος
κατόμβρ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόμβριμος
-
17 κατόχιμος
κατόχ-ῐμος, later form for κατοκώχιμος (q. v.),A held in possession, ; sequestered,κλῆρος PFrankf. 7
B9 (iii B.C.), cf. PTeb.61 (b). 253 (ii B.C.).2 possessed by a supernatural power, Hsch. s.v. κατοκώχιμον, Gloss.; of things, 'eerie', uncanny,κ. πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά Luc.JTr.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόχιμος
-
18 κλόπιμος
A thievish,χεῖρες Id.154
, APl.4.193 (Phil.); gotten by fraud,παραθήκη Ps.-Phoc.135
. Adv. - μως Man.5.298.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλόπιμος
-
19 κούριμος
3 as Subst., ἡ κούριμος Tragic mask for mourners, with the hair cut close, AP7.37 (Diosc.), cf. Poll.4.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κούριμος
-
20 κρύφιμος
κρῠφ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρύφιμος
См. также в других словарях:
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek
υποπρόστ(ε)ιμος — ον, Α αυτός που οφείλει να πληρώσει πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρόστιμον] … Dictionary of Greek
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
θαλάσσιμος — ο ο ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ιμος (πρβλ. αναστάσ ιμος, εργάσ ιμος)] … Dictionary of Greek
ιάσιμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, ον) (για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ… … Dictionary of Greek
κάρπιμος — η, ο (Α κάρπιμος ον) 1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.) 2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.) αρχ. 1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
κούριμος — κούριμος, ίμη, ον (ΑM, Α θηλ. και ος) αυτός που έχει αποκοπεί με κούρεμα, κομμένος («ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην κουρά, στο κούρεμα («σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῑσα κούριμον», Ευρ.) 2. το θηλ.… … Dictionary of Greek
λόγιμος — λόγιμος, η, ον, θηλ. και ος (AM) αξιόλογος, περίφημος, εκλεκτός («πόλισμα λόγιμον», Ηρόδ.) μσν. μορφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. ιμος(πρβλ. δόκ ιμος, ωφέλ ιμος)] … Dictionary of Greek
μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη … Dictionary of Greek
νήστιμος — νήστιμος, ον (ΑΜ, Α και νήστειμος, ον) αυτός που ανήκει στη νηστεία ή που κατά τη διάρκειά του γίνεται νηστεία («τοὺς νηστείμους ἑβδομάδας», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + κατάλ. ιμος (πρβλ. γνώρ ιμος, κάρπ ιμος)] … Dictionary of Greek
νόστιμος — η, ο (ΑΜ νόστιμος, ον) ο ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος νεοελλ. μτφ. ωραίος, κομψός, χαριτωμένος, θελκτικός («είναι νόστιμη κοπέλα») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα 2. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός να… … Dictionary of Greek