-
1 πρεσβύτις
-
2 πρεσβῦτις
-
3 πρεσβῦτις
πρεσβῦτις, ιδος, ἡ (Aeschyl., Pla.+; perh. CIJ 400 [I B.C.–III A.D.], s. BBrooten, Inscriptional Evidence for Women as Leaders in the Ancient Synagogue: SBLSP 20, ’81, 4; B’s rendering: ‘Here lies Sara Ura, elder [or aged woman]’; Diod S 4, 51, 1; 4 Macc 16:14; Philo, Spec. Leg. 2, 33; Jos., Ant. 7, 142; 186) old(er) woman, elderly lady Tit 2:3; Hv 1, 2, 2 (γυνὴ πρ., as Aeschines 3, 157).—DELG s.v. πρέσβυς. M-M. -
4 πρεσβῦτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεσβῦτις
-
5 πρεσβῦτις,-ιδος
+ ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 16,14 -
6 πρεσβυτίδων
πρεσβῡτίδων, πρεσβῦτιςAër.fem gen pl -
7 πρεσβύτ'
πρεσβῦτα, πρεσβύτηςage: masc voc sgπρεσβῦτα, πρεσβύτηςage: masc nom sg (epic)πρεσβῦται, πρεσβύτηςage: masc nom /voc plπρεσβῦτι, πρεσβῦτιςAër.fem voc sg -
8 πρεσβῦτ'
πρεσβῦτα, πρεσβύτηςage: masc voc sgπρεσβῦτα, πρεσβύτηςage: masc nom sg (epic)πρεσβῦται, πρεσβύτηςage: masc nom /voc plπρεσβῦτι, πρεσβῦτιςAër.fem voc sg -
9 πρεσβύτι
-
10 πρεσβῦτι
-
11 πρεσβύτιν
-
12 πρεσβῦτιν
-
13 πρεσβύτιδα
πρεσβύ̱τιδα, πρεσβῦτιςAër.fem acc sg -
14 πρεσβύτιδας
πρεσβύ̱τιδας, πρεσβῦτιςAër.fem acc pl -
15 πρεσβύτιδες
πρεσβύ̱τιδες, πρεσβῦτιςAër.fem nom /voc pl -
16 πρεσβύτιδι
πρεσβύ̱τιδι, πρεσβῦτιςAër.fem dat sg -
17 πρεσβύτιδος
πρεσβύ̱τιδος, πρεσβῦτιςAër.fem gen sg -
18 πρεσβύτισιν
πρεσβύ̱τισιν, πρεσβῦτιςAër.fem dat pl -
19 πρέσβις
A ambassador, πρέσβις οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται Prov. ap. Sch.Il.4.394; alleged as the word of which πρέσβεως (Ar.Ach.93) is gen., Choerob. in Theod.1.233, Sch.Ar.l.c., Suid.------------------------------------2 ambassadress, Ael. ap. Eust.738.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρέσβις
-
20 πρεσβύτης
A age, seniority, Test.Epict.4.28, 6.29: opp. νεότας, prob. rest. in IG5(1).1427.5 ([place name] Messene).------------------------------------Aπρέσβυς 1
, Hp.Aër.10 (pl.), Th.3.67 (pl.), Arist.EN 1157b14 (pl.), etc.; the sixth of the seven ages, Hp.Hebd.5; also in Trag. and Com., E.Ph. 847, Ar.Eq. 525, Nu. 358;πατέρα π. Κρόνον A.Eu. 641
;ἀνὴρ π. Ar.Ach. 707
, Antipho 4.1.6; , etc.; of animals, [λέοντες] ὅταν γένωνται πρεσβῦται Arist.HA 629b28
:—fem. [full] πρεσβῦτις, ιδος, A.Eu. 731, 1027, E.Hec. 842, Pl.Hp.Ma. 286a, Theopomp. Com.78;πρεσβύτιδες γυναῖκες Aeschin.3.157
;π. ἄνθρωπος Lys.1.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεσβύτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρεσβῦτις — Aër. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτις — ύτιδος, η, ΝΑ βλ. πρεσβύτης (Ι) … Dictionary of Greek
πρεσβῦτι — πρεσβῦτις Aër. fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβῦτιν — πρεσβῦτις Aër. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτης — (I) ο, θηλ. πρεσβύτις, ιδος / πρεσβῡτις, ΝΑ γέρος, γριά αρχ. 1. κυρίως αυτός που ανήκε στην έκτη από τις επτά ηλικίες στις οποίες διαιρούσαν οι αρχαίοι τη ζωή, από τη γέννηση μέχρι τα έσχατα γηρατειά 2. αυτός που βλέπει μακριά, όπως συνήθως οι… … Dictionary of Greek
PRESBYTER — I. PRESBYTER Hebr. Zeken, i. e. Senior, nomen titulusque eminentioribus olim, adeoque Praefectis Iuridicis Israelitarum, iam per intervallum Legis dationem in Sinai antevertens, tribui solitus et quidem his inprimis, uti vidimus supra, voce Iudex … Hofmann J. Lexicon universale
ԱՒՍԱՐԴ — ( ) NBH 1 0397 Chronological Sequence: 6c գ. ԱՒՍԱՐԴ կամ ՕՍԱՐԴ. πρεσβυτέρα, πρεσβύτις vetula, anus, maxima natu Պառաւ. կին աւագ կամ երիցագոյն հասակաւ. *Եւ ոչ զաղջկունս միայն, այլեւ զաւսարդս, այլեւ զզուգահասակս. Փիլ. ՟ժ. բան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πρεσβυτίδων — πρεσβῡτίδων , πρεσβῦτις Aër. fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβῦτ' — πρεσβῦτα , πρεσβύτης age masc voc sg πρεσβῦτα , πρεσβύτης age masc nom sg (epic) πρεσβῦται , πρεσβύτης age masc nom/voc pl πρεσβῦτι , πρεσβῦτις Aër. fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτιδα — πρεσβύ̱τιδα , πρεσβῦτις Aër. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτιδας — πρεσβύ̱τιδας , πρεσβῦτις Aër. fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)