-
1 σωφρον
τό1) благоразумие, здравый смысл Thuc.2) скромность, целомудрие Soph., Eur.3) разумная речь или мысль(σώφρονα εἰπεῖν Eur.)
-
2 Σώφρον
-
3 Σῶφρον
-
4 σώφρον
-
5 σῶφρον
-
6 Σώφρον'
Σώφρονα, Σώφρωνof sound mind: masc acc sgΣώφρονι, Σώφρωνof sound mind: masc dat sgΣώφρονε, Σώφρωνof sound mind: masc nom /voc /acc dual -
7 σώφρον'
σώφρονα, σώφρωνof sound mind: neut nom /voc /acc plσώφρονα, σώφρωνof sound mind: masc /fem acc sgσώφρονι, σώφρωνof sound mind: dat sgσώφρονε, σώφρωνof sound mind: nom /voc /acc dual -
8 σωφρονέω
2 to be temperate, moderate, show self-control, Heraclit.112, 116 (v.l.), A.Pr. 982, Pers. 829, IG12.22.69, Antipho 2.2.5, Th.8.24, Pl.Phdr. 244a, X.Cyr.8.1.30; τὸ σωφρονεῖν, = σωφροσύνη, A.Ag. 1425, cf. 181, Ar.Nu. 1061, 1071; ἐς Ἀφροδίτην ς. E.IA 1159, cf. Ba. 314 (s. v.l.);περὶ τοὺς θεούς X.Mem.1.1.20
; of soldiers, σ. καὶ εὐτακτεῖν ib.3.5.21, cf. Lys.12.47;σ. καὶ ὁμονοεῖν And.1.109
; opp. ὑπερφρονέω, Ep.Rom.12.3: with a part.,πέμποντες σωφρονοῖμεν ἄν Pl.Men. 90d
.3 come to one's senses, learn moderation, Hdt.3.64;σ. ὑπὸ στένει A.Eu. 521
(lyr.); σωφρονοῦντες ἐν χρόνῳ ib. 1000 (lyr.); οὐ σωφρονήσεις; S.Aj. 1259;ἐσωφρόνησας Id.Ph. 1259
; σεσωφρονηκώς when he had recovered his senses, Pl. Phdr. 241b.4 [voice] Pass., τὰ σεσωφρονημένα ἐν τῷ βίῳ μοι things I had done with discretion, Aeschin.2.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονέω
-
9 σωφρόνημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρόνημα
-
10 σωφρονητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονητέον
-
11 σωφρονίζω
A recall a person to his senses, chasten, E.Fr. 209, Pl.Grg. 478d, X.Cyr. 8.6.16, etc.; ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονίζειν ἱκανή ib.3.1.20; τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ ς. D.25.93: folld. by inf., ἵνα σωφρονίζωσιν τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι κτλ. Ep.Tit.2.4:—[voice] Pass., to be chastened, learn self-control, Th.6.78, X.Cyr.3.1.19, etc.2 of passions, things, etc.,σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Antipho 2.3.3
; οὐ τὴν λαγνείαν λιμῷ ς. X.Mem.2.1.16; ἀμπνοὰς ς. to pant less violently, E.HF 869 (troch.); τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν ς. to reduce the expenses of government at home, Th.8.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονίζω
-
12 σωφρονικός
A naturally temperate, self-controlled, of persons, X.Mem.1.3.9, Arist.Rh. 1390a14, EN 1144b5, etc.; οἱ βουλόμενοι σ. εἶναι (ironically) Stoic.1.100;σ. τὴν ἀναβολήν Luc.Tim.54
. Adv. , Sor.1.33: [comp] Comp.- ώτερον Ath.10.426c
.2 of things, Pl.Plt. 307a;σεμνότης Plb. 22.20.2
, etc.;σωφρονικωτέρα τροφή Muson.Fr.18
Bp.104 H.; τὸ ς. X.Mem.3.10.5, cf. Metrod.Herc.831.15;τὰ σ. καὶ ἀνδρεῖα Phld.Mus. p.50
K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονικός
-
13 σωφρόνισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρόνισμα
-
14 σωφρονισμός
σωφρον-ισμός, ὁ,A teaching of morality or moderation, Str.1.2.3, J.BJ2.1.3, Plu.2.653d, etc.; self-control, 2 Ep.Ti.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονισμός
-
15 σωφρονιστήρ
A = σωφρονιστής, Plu.Cat.Ma.27.II pl., wisdom-teeth (= κραντῆρες), Hp.Carn.13, Cleanth.Stoic.1.118, Ruf.Onom.51, Hsch., etc.III σωφρονιστὴρ λίθος at Thebes, which restored reason to Heracles, Paus.9.11.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονιστήρ
-
16 σωφρονιστήριον
σωφρον-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονιστήριον
-
17 σωφρονιστής
A one that chastens or chastises, Th.6.87, Pl.R. 471a, D.19.285, etc.; ὁ δῆμος.. ἐκείνων ς. Th.8.48;τῆς γνώμης Id.3.65
;ὁ σ. λόγος Lyc.Fr.3
;νόμους σ. ἐπί τισι τιθέναι D.H.2.24
.II at Athens, superintendents of the youth in the gymnasia, 10 in number, IG22.1156, al., Arist.Ath. 42.2, Pl.Ax. 367a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονιστής
-
18 σωφρονιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονιστικός
-
19 σωφρονιστύς
A = σωφρονισμός, σωφρονιστύος ἕνεκα for the sake of correction, Pl.Lg. 934a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονιστύς
-
20 σώφρων
σώφρων, [dialect] Ep. and poet. [full] σᾰόφρων (as in Hom., v. infr., Pi.Pae.9.46), [full] ονος, ὁ, ἡ: neut. σῶφρον:—prop.A of sound mind (from σῶς, φρήν, cf. Pl.Cra. 411e, Arist.EN 1140b11): hence, discreet, prudent,οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Il.21.462
, cf. Od.4.158; opp. ἄφρων, Thgn.431, 454, 497; opp. νήπιος, Id.483; opp. ἀνόητος, Hdt.1.4;σώφρονες περὶ θεούς X.Mem.4.3.2
;σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Hp.Prorrh. 2.2
.2 of things, (lyr.); σ. οἶκτος reasonable compassion, Th.3.59;- έστατον κήρυγμα Aeschin.3.4
;σώφρον' εἶπας E.IA 1024
;ἄλλο τι -έστερον γνώσεσθε Th.5.111
; σῶφρόν ἐστι c. inf., Id.1.42.II in [dialect] Att., esp. having control over the sensual desires, temperate, self-controlled, chaste (σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Pl.Def. 415d
, cf. ), , cf. S.Aj. 132; γυνὴ ς. And. 4.14, cf. S.Fr. 682;σ. καὶ ἐγκρατὴς ἑαυτοῦ Pl.Grg. 491d
, cf. 1 Ep.Ti. 3.2, etc.2 of things,σ. γνώμη A.Ag. 1664
(troch.); ; σ. ὑμέναιοι, λέχη, E.Or. 558, El. 1099; τράπεζα, δίαιτα, Id.Fr. 893 (lyr.), Pl.Ep. 336c; ἀριστοκρατία moderate, Th.3.82; χάρις ib. 58; ;φρονεῖν σώφρονα S.Fr.64
.3 τὸ σῶφρον, = σωφροσύνη, Id.Fr. 786, E.Hipp. 431, Th.1.37, 3.82; σοῦ τὸ ς. E.Andr. 365, cf. 346, etc.;ἐπὶ τὸ -έστερον λαμβάνειν τι Hdt.3.71
;τὸ -έστατον Th.3.62
; .III Adv. , Eu.44, Hdt.4.77;σ. τραφῆναι Ar.Eq. 334
(lyr.);σ. τε καὶ μετρίως Pl.R. 399b
; δικαίως πράττοντες καὶ ς. Id.Alc.1.134d; σ. ἐφέπεσθαι cautiously, X.Ages.2.3: [comp] Comp., - έστερον πολιτεύειν adopt a more moderate constitution, Th.8.53, cf. 1.84, X.Eq.Mag.1.14, etc.; but (troch.): [comp] Sup.- έστατα Isoc.7.13
, Pl.Lg. 728e.
См. также в других словарях:
Σῶφρον — Σώφρων of sound mind masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῶφρον — σώφρων of sound mind masc/fem voc sg σώφρων of sound mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σώφρον' — Σώφρονα , Σώφρων of sound mind masc acc sg Σώφρονι , Σώφρων of sound mind masc dat sg Σώφρονε , Σώφρων of sound mind masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώφρον' — σώφρονα , σώφρων of sound mind neut nom/voc/acc pl σώφρονα , σώφρων of sound mind masc/fem acc sg σώφρονι , σώφρων of sound mind dat sg σώφρονε , σώφρων of sound mind nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώφρονας — ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α 1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν. γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. (για λόγους,… … Dictionary of Greek
κόσμιος — α, ο, θηλ. και κοσμία (ΑM κόσμιος, ία, ον, Α και κόσμιος, ον) [κόσμος] 1. ο καλά διατεταγμένος, ο κανονικός (α. «κόσμια εμφάνιση» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ευπρεπής, σεμνός, φρόνιμος (α. «κόσμιος άνθρωπος» β. «δεῑ… … Dictionary of Greek
λαβυρίνθιος — λαβυρίνθιος, ία, ον (Μ) [λαβύρινθος] περίπλοκος, περιπεπλεγμένος, συνεστραμμένος («λαβυρινθίους μύθους», Σωφρόν.) … Dictionary of Greek
προμορφούμαι — όομαι, Μ 1. λαμβάνω μορφή προηγουμένως («οὐ προμορφωθέντι... σώματι», Σωφρόν.) 2. προεικονίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μορφοῦμαι (< μορφή)] … Dictionary of Greek
πρόσχημα — το, ΝΜΑ [προέχω] πρόφαση, δικαιολογία (α. «με πρόσχημα την ανεργία κλέβει συνεχώς» β. «πατήρ... σοὶ πρόσχημ ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. α) «τηρώ τα προσχήματα» ή «κρατώ τα προσχήματα» υποκρίνομαι με πειστικό τρόπο, φροντίζω να μην … Dictionary of Greek
συνεκκυλίω — Μ μτφ. φθίνω μαζί με κάποιον, παρασύρω κάποιον μαζί μου στην παρακμή («τὸ δὲ πρὸς Ἑλληνισμὸν ἐκκυλίεται, καὶ ἑαυτῷ συνεκκυλίει τὸν φάσκοντα», Σωφρόν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκυλίομαι «ξετυλίγομαι»] … Dictionary of Greek
τρισάριθμος — ον, ΝΑ τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.) μσν. αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό τρία («μονάδα... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... τριάδα δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.) αρχ. αυτός που έχει αριθμηθεί… … Dictionary of Greek