Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σῶφρον

См. также в других словарях:

  • Σῶφρον — Σώφρων of sound mind masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῶφρον — σώφρων of sound mind masc/fem voc sg σώφρων of sound mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σώφρον' — Σώφρονα , Σώφρων of sound mind masc acc sg Σώφρονι , Σώφρων of sound mind masc dat sg Σώφρονε , Σώφρων of sound mind masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώφρον' — σώφρονα , σώφρων of sound mind neut nom/voc/acc pl σώφρονα , σώφρων of sound mind masc/fem acc sg σώφρονι , σώφρων of sound mind dat sg σώφρονε , σώφρων of sound mind nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώφρονας — ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α 1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν. γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. (για λόγους,… …   Dictionary of Greek

  • κόσμιος — α, ο, θηλ. και κοσμία (ΑM κόσμιος, ία, ον, Α και κόσμιος, ον) [κόσμος] 1. ο καλά διατεταγμένος, ο κανονικός (α. «κόσμια εμφάνιση» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ευπρεπής, σεμνός, φρόνιμος (α. «κόσμιος άνθρωπος» β. «δεῑ… …   Dictionary of Greek

  • λαβυρίνθιος — λαβυρίνθιος, ία, ον (Μ) [λαβύρινθος] περίπλοκος, περιπεπλεγμένος, συνεστραμμένος («λαβυρινθίους μύθους», Σωφρόν.) …   Dictionary of Greek

  • προμορφούμαι — όομαι, Μ 1. λαμβάνω μορφή προηγουμένως («οὐ προμορφωθέντι... σώματι», Σωφρόν.) 2. προεικονίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μορφοῦμαι (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

  • πρόσχημα — το, ΝΜΑ [προέχω] πρόφαση, δικαιολογία (α. «με πρόσχημα την ανεργία κλέβει συνεχώς» β. «πατήρ... σοὶ πρόσχημ ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. α) «τηρώ τα προσχήματα» ή «κρατώ τα προσχήματα» υποκρίνομαι με πειστικό τρόπο, φροντίζω να μην …   Dictionary of Greek

  • συνεκκυλίω — Μ μτφ. φθίνω μαζί με κάποιον, παρασύρω κάποιον μαζί μου στην παρακμή («τὸ δὲ πρὸς Ἑλληνισμὸν ἐκκυλίεται, καὶ ἑαυτῷ συνεκκυλίει τὸν φάσκοντα», Σωφρόν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκυλίομαι «ξετυλίγομαι»] …   Dictionary of Greek

  • τρισάριθμος — ον, ΝΑ τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.) μσν. αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό τρία («μονάδα... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... τριάδα δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.) αρχ. αυτός που έχει αριθμηθεί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»