-
1 σωφρον
τό1) благоразумие, здравый смысл Thuc.2) скромность, целомудрие Soph., Eur.3) разумная речь или мысль(σώφρονα εἰπεῖν Eur.)
-
2 εκτοξευω
1) (с какого-л. места) пускать, метать(βέλη Xen.)
2) ( о стрелах) выстреливать, расходовать ; перен. истрачиватьτὸν ἐμὸν ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Arph. — полагая, что жизнь моя прожита
3) истощаться -
3 σωφρων
эп. σαόφρων 2, gen. ονος1) обладающий здравым смыслом, благоразумный, рассудительный Hom., Her., Thuc.2) почтительный, благочестивый(περὴ θεούς Xen.)
3) сдержанный, воздержный, скромный(τράπεζα Eur.; βίος Plat.)
σ. ὅ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Plat. — скромен тот, кто умеряет (свои) страсти4) чистый, непорочный(εὐχαί Aesch.; ὑμέναιοι Eur.). - см. тж. σῶφρον
См. также в других словарях:
Σῶφρον — Σώφρων of sound mind masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῶφρον — σώφρων of sound mind masc/fem voc sg σώφρων of sound mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σώφρον' — Σώφρονα , Σώφρων of sound mind masc acc sg Σώφρονι , Σώφρων of sound mind masc dat sg Σώφρονε , Σώφρων of sound mind masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώφρον' — σώφρονα , σώφρων of sound mind neut nom/voc/acc pl σώφρονα , σώφρων of sound mind masc/fem acc sg σώφρονι , σώφρων of sound mind dat sg σώφρονε , σώφρων of sound mind nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώφρονας — ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α 1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν. γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. (για λόγους,… … Dictionary of Greek
κόσμιος — α, ο, θηλ. και κοσμία (ΑM κόσμιος, ία, ον, Α και κόσμιος, ον) [κόσμος] 1. ο καλά διατεταγμένος, ο κανονικός (α. «κόσμια εμφάνιση» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ευπρεπής, σεμνός, φρόνιμος (α. «κόσμιος άνθρωπος» β. «δεῑ… … Dictionary of Greek
λαβυρίνθιος — λαβυρίνθιος, ία, ον (Μ) [λαβύρινθος] περίπλοκος, περιπεπλεγμένος, συνεστραμμένος («λαβυρινθίους μύθους», Σωφρόν.) … Dictionary of Greek
προμορφούμαι — όομαι, Μ 1. λαμβάνω μορφή προηγουμένως («οὐ προμορφωθέντι... σώματι», Σωφρόν.) 2. προεικονίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μορφοῦμαι (< μορφή)] … Dictionary of Greek
πρόσχημα — το, ΝΜΑ [προέχω] πρόφαση, δικαιολογία (α. «με πρόσχημα την ανεργία κλέβει συνεχώς» β. «πατήρ... σοὶ πρόσχημ ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. α) «τηρώ τα προσχήματα» ή «κρατώ τα προσχήματα» υποκρίνομαι με πειστικό τρόπο, φροντίζω να μην … Dictionary of Greek
συνεκκυλίω — Μ μτφ. φθίνω μαζί με κάποιον, παρασύρω κάποιον μαζί μου στην παρακμή («τὸ δὲ πρὸς Ἑλληνισμὸν ἐκκυλίεται, καὶ ἑαυτῷ συνεκκυλίει τὸν φάσκοντα», Σωφρόν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκυλίομαι «ξετυλίγομαι»] … Dictionary of Greek
τρισάριθμος — ον, ΝΑ τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.) μσν. αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό τρία («μονάδα... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... τριάδα δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.) αρχ. αυτός που έχει αριθμηθεί… … Dictionary of Greek