-
1 σωφρονισμός
σωφρονισμός, οῦ, ὁ① in non-biblical Gk. with act. force (=σωφρόνισις) the teaching of prudence, advice, improvement (Strabo 1, 2, 3; Plut., Cato Maj. 338 [5, 1], Mor. 653c; 961d; Appian, Liby. 65 §290; Philo, Leg. All. 3, 193; Jos., Bell. 2, 9, Ant. 17, 210); the Syriac version understands 2 Ti 1:7 in this sense. The Spirit functions in such a way that Christians learn to exercise prudence. But mng. 2 is prob. to be preferred here.② exercise of prudence, moderation, self-discipline, prudence (=σωφροσύνη. So the Vulgate. σωφρονισμός is used in someth. like this sense in Plut., Mor. 712c; Iambl., Vi. Pyth. 30, 174).—DELG s.v. σῶς. M-M. TW. Spicq. -
2 σωφρονισμος
ὁ Plut. = σωφρόνισμα См. σωφρονισμα -
3 σωφρονισμός
σωφρονισμόςteaching of morality: masc nom sg -
4 σωφρονισμός
{сущ., 1}1. воздержание, благоразумие, самоконтроль, целомудрие;2. наставление, вразумление.Ссылки: 2Тим. 1:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σωφρονισμός
-
5 σωφρονισμός
{сущ., 1}1. воздержание, благоразумие, самоконтроль, целомудрие;2. наставление, вразумление.Ссылки: 2Тим. 1:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σωφρονισμός
-
6 σωφρονισμός
1. воздержание, благоразумие, самоконтроль, целомудрие; 2. наставление, вразумление.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σωφρονισμός
-
7 σωφρονισμός
[софронизма] ουσ. а вразумление.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σωφρονισμός
-
8 σωφρονισμός
[софронизма]ουσ α вразумление. -
9 σωφρονισμός
σωφρον-ισμός, ὁ,A teaching of morality or moderation, Str.1.2.3, J.BJ2.1.3, Plu.2.653d, etc.; self-control, 2 Ep.Ti.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονισμός
-
10 σωφρονισμοί
σωφρονισμόςteaching of morality: masc nom /voc pl -
11 σωφρονισμόν
σωφρονισμόςteaching of morality: masc acc sg -
12 σωφρονισμώ
σωφρονισμόςteaching of morality: masc gen sg (doric aeolic)——————σωφρονισμόςteaching of morality: masc dat sg -
13 σωφρόνισμα
το, σωφρόνισμός ο1) вразумление, образумливание, наставление на ум, на путь истины; 2) исправление (кого-л.); вышибание дури из головы (у кого-л., прост.) -
14 σωφρονισμοίς
-
15 σωφρονισμοῖς
-
16 σωφρονισμού
-
17 σωφρονισμοῦ
-
18 σωφρονισμών
-
19 σωφρονισμῶν
-
20 4995
{сущ., 1}1. воздержание, благоразумие, самоконтроль, целомудрие;2. наставление, вразумление.Ссылки: 2Тим. 1:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4995
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σωφρονισμός — teaching of morality masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμός — ο ΝΜΑ [σωφρονίζω] τιμωρία που γίνεται για παραδειγματισμό (α. «ο σωφρονισμός δεν απέδωσε» β. «τῷ προσήκοντι ὑποβάλλεσθαι σωφρονισμῷ», Βασιλικά) μσν. αρχ. σωφροσύνης εγκράτεια («ἔδωκεν ὁ Θεὸς Πνεῡμα δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῡ», ΚΔ) … Dictionary of Greek
σωφρονισμός — ο 1. συνετισμός, λογίκευση. 2. τιμωρία, παραδειγματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωφρονισμοῖς — σωφρονισμός teaching of morality masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμοί — σωφρονισμός teaching of morality masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμοῦ — σωφρονισμός teaching of morality masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμῶ — σωφρονισμός teaching of morality masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμῶν — σωφρονισμός teaching of morality masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμῷ — σωφρονισμός teaching of morality masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμόν — σωφρονισμός teaching of morality masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόρθωση — η (AM διόρθωσις) [διορθώ] 1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση 2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού νεοελλ. 1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση 2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων 3. στρατ. τα… … Dictionary of Greek