Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

στρέφω

  • 1 разворачиваться

    στρέφω, γυρίζω
    - на земле ав. - κατά την τροχοδρόμηση
    - по ветру ав. - κατά την κατεύθυνση του ανέμου
    мор. πριμάρω
    - против ветра ав. ενάντια στην κατεύθυνση του ανέμου
    мор. ορτσάρω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разворачиваться

  • 2 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 3 обратить

    обратить στρέφω, κατευθύνω (направить)' \обратить внимание на что-л. προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ◇ \обратить в бегство кого-л. τρέπω σε φυγή κάποιον \обратиться см. обращаться 1
    * * *
    στρέφω, κατευθύνω ( направить)

    обрати́ть внима́ние на что-л. — προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι

    ••

    обрати́ть в бе́гство кого́-л. — τρέπω σε φυγή κάποιον

    Русско-греческий словарь > обратить

  • 4 обращать

    обращать
    несов
    1. (направлять) γυρίζω, στρέφω, μεταστρέφω:
    \обращать ору́жие против неприятеля στρέφω τά ὅπλα κατά τοῦ ἐχθροϋ· \обращать взоры на кого-л., на что́-либо στρέφω τά βλέμματα μου προς κάποιον (или προς κάτι}· \обращать внимание на что-л. στρέφω τήν προσοχή, ἐφιστῶ τήν προσοχή· \обращать на себя внимание κινῶ τήν προσοχή, προσελκύω τήν προσοχή·
    2. (убеждать, склонять к чему-л.) προσηλυτίζω·
    3. (превращать) μεταβάλλω, μεταμορφώνω, μετατρέπω· ◊ \обращать в бегство кого-л. τρέπω εἰς φυγήν κάποιον \обращать в шутку что́-л. τό γυρίζω στό ἀστείο· \обращать на путь истины шутл. ἐπαναφέρω κάποιον στό δρόμο τῆς ἀληθείας, ἐπαναφέρω κάποιον στον ίσιο δρόμο.

    Русско-новогреческий словарь > обращать

  • 5 направить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•

    направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•

    направить судно κατευθύνω το σκάφος•

    направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•

    направить внимание στρέφω την προσοχή•

    направить взоры στρέφω τα βλέμματα•

    направить разговор γυρίζω την κουβέντα.

    || συγκεντρώνω•

    направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.

    2. στέλλω•

    направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•

    направить на работу στέλλω στη δουλειά•

    направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).

    || υποβάλλω προς•

    направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.

    3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.
    4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•

    направить бритву ακονίζω το ξυράφι.

    εκφρ.
    направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.
    1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.
    2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > направить

  • 6 вертеть

    вертеть γυρίζω, στρέφω \вертеться στρέφω
    * * *
    = вертеться
    γυρίζω, στρέφω

    Русско-греческий словарь > вертеть

  • 7 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 8 повернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    στρίβω, στρέφω, γυρίζω•

    повернуть ключ в замке γυρίζω το κλειδί στην κλείδωνιά•

    -ни налево στρίψε αριστερά•

    -ни назад γύρισε πίσω•

    колесо στρέφω τον τροχό•

    повернуть внимание μτφ. στρέφω την προσοχή•

    повернуть разговор μτφ. γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    στρέφομαι, στρίβω, γυρίζω•

    ключ -лся в замке το κλειδί έστριψε στην κλείδωνιά•

    он -лся лицом ко мне αυτός έστρεψε το πρόσωπο κατ. εμένα.

    || αλλάζω κατεύθυνση•

    дело -лось совсем иначе η υπόθεση πήρε τελείως διαφορετική τροπή.

    εκφρ.
    язык -лся у кого – τόλμησε κάποιος να μιλήσει, λύθηκε η γλώσσα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > повернуть

  • 9 свернуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω•

    свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.

    2. στρίβω, συστρέφω•

    свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.

    3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•

    свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.

    || καταργώ προσωρινά.
    4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.
    5. στρίβω, στρέφω, κόβω•

    свернуть налево κόβω αριστερά.

    6. μτφ. αλλάζω•

    свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    7. στρέφω•

    свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.

    || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•

    свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.

    8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•

    свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.

    9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•

    свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•

    свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.

    εκφρ.
    свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.
    1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•

    собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.

    2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•

    кровь -лась το αίμα έπηξε•

    молоко -лось το γάλα έκοψε.

    3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.
    4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.
    5. καταργούμαι προσωρινά.
    6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).
    7. στραβώνω από το χτύπημα.
    8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.

    9. πεθαίνω (από αρρώστεια).
    10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > свернуть

  • 10 внимание

    внимание с 1) η. προσοχή принять во \внимание παίρνω υπόψη* обратить \внимание στρέφω τηνπροσοχή, προσέχω 2) (забота) η φροντίδα, η μέριμνα окружить \вниманием кого-л. περιποιούμαι κάποιον \вниманиеΙ προσοχή!
    * * *
    с
    1) η προσοχή

    приня́ть во внима́ние — παίρνω υπόψη

    обрати́ть внима́ние — στρέφω την προσοχή, προσέχω

    2) ( забота) η φροντίδα, η μέριμνα

    окружи́ть внима́нием кого́-л. — περιποιούμαι κάποιον

    внима́ние! — προσοχή!

    Русско-греческий словарь > внимание

  • 11 завернуть

    завернуть, завёртывать 1) (в бумагу) τυλίγω, αμπαλάρω заверните, пожалуйста τυλίξτε μου, παρακαλώ 2) (повернуть) γυρίζω, στρέφω \завернуть за угол στρίβω γωνία \завернуться τυλίγομαι
    * * *
    = завёртывать
    1) ( в бумагу) τυλίγω, αμπαλάρω

    заверни́те, пожа́луйст— τυλίξτε μου, παρακαλώ

    2) ( повернуть) γυρίζω, στρέφω

    заверн́уть за́ угол — στρίβω γωνία

    Русско-греческий словарь > завернуть

  • 12 крутить

    крутить στρέφω, γυρίζω
    * * *
    στρέφω, γυρίζω

    Русско-греческий словарь > крутить

  • 13 повернуть

    повернуть в рази. знач. γ υρίζω· στρίβω, στρέφω (изменить направление)" \повернутьключ γυρίζω το κλειδί· \повернуть назад γυρίζω πίσω· \повернуть за угол στρίβω τη γωνία \повернуться γυρίζω, στρέφομαι
    * * *
    в разн. знач.
    γυρίζω; στρίβω, στρέφω ( изменить направление)

    поверну́ть ключ — γυρίζω το κλειδί

    поверну́ть наза́д — γυρίζω πίσω

    поверну́ть за́ угол — στρίβω τη γωνία

    Русско-греческий словарь > повернуть

  • 14 обертывать

    оберт||ывать
    несов ί. (περι)τυλίγω, πε-ρικαλύπτω, κουκουλώνω·
    2. (поворачивать) στρίβω, στρέφω (μετ.), γυρίζω:
    \обертыватьывать лицо στρέφω τό πρόσωπο.

    Русско-новогреческий словарь > обертывать

  • 15 оборачивать

    оборачивать
    несов γυρίζω, στρίβω, στρέφω (μετ.):
    \оборачивать· лицо́ στρέφω τό πρόσωπο.

    Русско-новогреческий словарь > оборачивать

  • 16 отводить

    отводить
    несов
    1. (кого-л. куда-л.) ὀδηγῶ, προπέμπω, ξεπροβοδίζω/ ἀπάγω, ἀποκομίζω (уводить)/ συνοδεύω (сопровождать):
    \отводить детей домой φέρνω (или συνοδεύω) τά παιδιά στό σπίτι·
    2. (в сторону) (μβτα)στρέφω, ἐκτρέπω / παροχετεύω (воду):
    \отводить русло реки́ στρέφω τόν ροῦν τοῦ ποταμοῦ· \отводить уда́р ἀποκρούω κτύπημα·
    3. (отклонять, отвергать) ἀπορρίπτω, ἐξαιρώ/ δέν δέχομαι (кандидата и т. п.)·
    4. (землю, помещение) ὁρίζω, προσδιορίζω· ◊ \отводить ду́шу λέγω τόν πόνο μου· \отводить глаза кому́-л. ξεγελώ κάποιον я не мог отвести́ глаз δέν μπορούσα νά ξεκολλήσω τό βλέμμα μου.

    Русско-новогреческий словарь > отводить

  • 17 переключать

    переключать
    несов, переключить сов I.:
    \переключать ток эл. μεταβάλλω τήν φορά τοϋ ἡλεκτρικοῦ ρεύματος·
    2. перен στρέφω, μεταφέρω:
    \переключать чье-л. внимание στρέφω τήν προσοχή κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > переключать

  • 18 вертеть

    верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.
    1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•

    вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.

    || στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.
    τρυπανίζω.
    2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•

    она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.

    εκφρ.
    вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•
    как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω.
    2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•

    он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.

    || μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•

    разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...

    3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•

    не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.

    εκφρ.
    -ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•
    вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•
    как ни -ись – ό,τι και να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > вертеть

  • 19 вооружить

    -жу, -ижишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -жённый, βρ: -жён, -жена, -жено ρ.σ.μ.
    1. οπλίζω, εξοπλίζω, αρματώνω•

    вооружить армию εξοπλίζω το στρατό•

    вооружить винтовкой οπλίζω με ντουφέκι.

    2. εφοδιάζω•

    вооружить промышленность новой техникой εξοπλίζω τη βιομηχανία με νέα τεχνική.

    || παρέχω, δίνω•

    вооружить учеников знаниями εφοδιάζω τους μαθητές με γνώσεις.

    3. παρακινώ, προτρέπω, διαθέτω εχθρικά, στρέφω κατά•

    вооружить сына против отца στρέφω το γιο κατά του πατέρα.

    1. οπλίζομαι, εξοπλίζομαι, αρματώνομαι. || μτφ. εφοδιάζομαι (με γνώσεις, πληροφορίες (κ.τ.τ.).
    2. ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι.
    εκφρ.
    вооружить терпением, твердостью – εξοπλίζομαι με υπομονή, σταθερότητα.

    Большой русско-греческий словарь > вооружить

  • 20 заворотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завороченный, βρ: чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. στρέφω, στρίβω, γυρίζω, κόβω’ γυρίζω πίσω•

    как проедешь мост заворотитьй направо μόλις περάσεις τη γέφυρα, στρίψε δεξιά•

    тележка -ла на двор το αμάξι έστριψε για την αυλή.

    2. μ. κατευθύνω, μπάζω.
    3. μαζεύω, αναστρέφω•

    заворотить рукава μαζεύω τα μανίκια.

    1. στρέφω, στρίβω• γυρίζω.
    2. αναστρέφομαι, μαζεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > заворотить

См. также в других словарях:

  • στρέφω — Aër. pres subj act 1st sg στρέφω Aër. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφω — στρέφω, έστρεψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — έστρεψα, στράφηκα, στραμμένος 1. γυρίζω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Στρέφω το κεφάλι προς τα δεξιά. – Έστρεψε το όπλο εναντίον τους. – Στρέφω την προσοχή μου. – Οι εχθροί έστρεψαν τα νώτα. 2. κάνω κάτι να γυρίσει γύρω από τον άξονά του: Στρέφω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρεφώ — όω, Α βλ. στερφῶ …   Dictionary of Greek

  • στρέφον — στρέφω Aër. pres part act masc voc sg στρέφω Aër. pres part act neut nom/voc/acc sg στρέφω Aër. imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στρέφω Aër. imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφεσθε — στρέφω Aër. pres imperat mp 2nd pl στρέφω Aër. pres ind mp 2nd pl στρέφω Aër. imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφετε — στρέφω Aër. pres imperat act 2nd pl στρέφω Aër. pres ind act 2nd pl στρέφω Aër. imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφῃ — στρέφω Aër. pres subj mp 2nd sg στρέφω Aër. pres ind mp 2nd sg στρέφω Aër. pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέψαι — στρέφω Aër. aor imperat mid 2nd sg στρέφω Aër. aor inf act στρέψαῑ , στρέφω Aër. aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέψει — στρέφω Aër. aor subj act 3rd sg (epic) στρέφω Aër. fut ind mid 2nd sg στρέφω Aër. fut ind act 3rd sg στρέψις a turning round fem nom/voc/acc dual (attic epic) στρέψεϊ , στρέψις a turning round fem dat sg (epic) στρέψις a turning round fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»