-
1 завернуть
завернуть, завёртывать 1) (в бумагу) τυλίγω, αμπαλάρω заверните, пожалуйста τυλίξτε μου, παρακαλώ 2) (повернуть) γυρίζω, στρέφω \завернуть за угол στρίβω γωνία \завернуться τυλίγομαι* * *= завёртывать1) ( в бумагу) τυλίγω, αμπαλάρωзаверни́те, пожа́луйст— τυλίξτε μου, παρακαλώ
2) ( повернуть) γυρίζω, στρέφωзаверн́уть за́ угол — στρίβω γωνία
-
2 запаковать
-
3 паковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пакованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. συσκευάζω, αμπαλάρω πακετάρω• διευθετώ, τακτοποιώ. -
4 расфасовать
ρ.σ.μ. συσκευάζω, πακετάρω,αμπαλάρω. -
5 упаковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упакованный, βρ: -вал, -а, -оρ.σ.μ. συσκευάζω, αμπαλάρω• (σε πακέτα) πακετάρω•(σε κιβώτια) εγκιβωτίζω, κασελιάζω• (σε σάκκους) σακκιάζω, τσουβαλιάζω• (σε καλάθια) καλά-θιάζω, κοφινιάζω.1. συσκευάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. ετοιμάζω τα πράγματα (πριν την αναχώρηση μου).
См. также в других словарях:
αμπαλάρω — αμπαλάρω, αμπαλάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αμπαλάρω — συσκευάζω σε δέματα ή κιβώτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. emballer «συσκευάζω» + κατάλ. άρω. ΠΑΡ. αμπαλάρισμα, αμπαλαρισμένος] … Dictionary of Greek
αμπαλάρω — (λ. γαλλ.), ισα και α, ίστηκα, ισμένος, συσκευάζω σε δέμα: Τα βιβλία δεν έπαθαν ζημιά, γιατί τα είχαν καλά αμπαλάρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαλάρω — συσκευάζω πράγματα, αμπαλάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπαλάρω*, με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
αμπαλάζ — το 1. συσκευασία σε δέμα ή κιβώτιο 2. υλικό συσκευασίας, περιτύλιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. emballage «συσκευασία», πρβλ. και αμπαλάρω] … Dictionary of Greek
αμπαλάρισμα — το [αμπαλάρω] συσκευασία σε δέματα ή κιβώτια … Dictionary of Greek
συσκευάζω — ΝΜΑ [σκευάζω] νεοελλ. 1. τακτοποιώ διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για μεταφορά, αμπαλάρω 2. κάνω τη συσκευασία τυποποιημένου προϊόντος 3. παρασκευάζω φαρμακευτικό μίγμα μσν. αρχ. 1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω διάφορα πράγματα («ἵππους… … Dictionary of Greek
σιγουρεύομαι — σιγουρεύομαι, σιγουρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία. Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι. Ο τύπος σιγουράρω… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σιγουρεύω — σιγουρεύω, σιγούρεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία. Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι. Ο τύπος σιγουράρω που… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής