Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

γυρίζω

  • 1 повёртываться

    γυρίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повёртываться

  • 2 перевернуть

    γυρίζω ανάποδα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перевернуть

  • 3 повернуться

    γυρίζω, στρέφομαι

    Русско-греческий словарь > повернуться

  • 4 повернуть

    повернуть в рази. знач. γ υρίζω· στρίβω, στρέφω (изменить направление)" \повернутьключ γυρίζω το κλειδί· \повернуть назад γυρίζω πίσω· \повернуть за угол στρίβω τη γωνία \повернуться γυρίζω, στρέφομαι
    * * *
    в разн. знач.
    γυρίζω; στρίβω, στρέφω ( изменить направление)

    поверну́ть ключ — γυρίζω το κλειδί

    поверну́ть наза́д — γυρίζω πίσω

    поверну́ть за́ угол — στρίβω τη γωνία

    Русско-греческий словарь > повернуть

  • 5 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 6 вернуть

    вернуть επιστρέφω, γυρίζω' δίνω πίσω (отдать) \вернуться επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι \вернуться домой γυρίζω σπίτι
    * * *
    = вернуться
    επιστρέφω, γυρίζω; δίνω πίσω ( отдать)

    Русско-греческий словарь > вернуть

  • 7 возвратить

    возвратить, возвращать επιστρέφω, γυρίζω' δίνω πίσω (отдать) \возвратиться επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι; \возвратиться домой γυρίζω σπίτι
    * * *
    = возвращать
    επιστρέφω, γυρίζω; δίνω πίσω ( отдать)

    Русско-греческий словарь > возвратить

  • 8 воротить

    -очу, -отишь, ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, υποχρεώνω να επιστρέψει•

    воротить с полдороги γυρίζω (κάποιον) από τη μέση του δρόμου.

    2. επιστρέφω, αποδίδω, γυρίζω πίσω.
    3. παίρνω πίσω•

    отдать деньги легко, да воротить их трудно να δόσεις χρήματα είναι εύκολο, αλλά να τα πάρεις πίσω (να σου τα επιστρέψουν) είναι δύσκολο.

    -очу, -отишь ρ.δ. (απλ.)
    1. μ. στρέφω, γυρνώ στο πλευρό ή πίσω•

    воротить голову от света αποστρέφω το πρόσωπο από το φως.

    2. μ. αναστρέφω μετακινώ (πράγμα βαρύ, ογκώδες).
    3. διευθύνω, κουμαντάρω (επιχείρηση, υπόθεση).
    εκφρ.
    воротить нос ή морду ή рыло – αποστρέφομαι (κάποιον), του γυρίζω τις πλάτες, τα νώτα•
    с души -отит – αηδιάζω, μου ‘ρχεται νά κάνω μετά.
    βλ. вернуться.

    Большой русско-греческий словарь > воротить

  • 9 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 10 повернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    στρίβω, στρέφω, γυρίζω•

    повернуть ключ в замке γυρίζω το κλειδί στην κλείδωνιά•

    -ни налево στρίψε αριστερά•

    -ни назад γύρισε πίσω•

    колесо στρέφω τον τροχό•

    повернуть внимание μτφ. στρέφω την προσοχή•

    повернуть разговор μτφ. γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    στρέφομαι, στρίβω, γυρίζω•

    ключ -лся в замке το κλειδί έστριψε στην κλείδωνιά•

    он -лся лицом ко мне αυτός έστρεψε το πρόσωπο κατ. εμένα.

    || αλλάζω κατεύθυνση•

    дело -лось совсем иначе η υπόθεση πήρε τελείως διαφορετική τροπή.

    εκφρ.
    язык -лся у кого – τόλμησε κάποιος να μιλήσει, λύθηκε η γλώσσα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > повернуть

  • 11 вращать

    вращать περιστρέφω, γυρίζω \вращаться περιστρέφομαι, γυρίζω
    * * *
    = вращаться
    περιστρέφω, γυρίζω

    Русско-греческий словарь > вращать

  • 12 вращать

    вращать
    несов στρέφω, περιστρέφω, στριφογυρίζω, γυρίζω· ◊ \вращать глазами γυρίζω τά μάτια μου, γυρίζω τό βλέμμα μου ἐδῶ κι ἐκεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > вращать

  • 13 поворачивать

    поворачивать
    несов γυρίζω, στρέφω, περιστρέφω:
    \поворачивать край γυρίζω τόν κρουνό· \поворачивать назад γυρίζω πίσω.

    Русско-новогреческий словарь > поворачивать

  • 14 вертеть

    верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.
    1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•

    вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.

    || στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.
    τρυπανίζω.
    2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•

    она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.

    εκφρ.
    вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•
    как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω.
    2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•

    он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.

    || μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•

    разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...

    3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•

    не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.

    εκφρ.
    -ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•
    вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•
    как ни -ись – ό,τι και να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > вертеть

  • 15 возвратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ащённый, βρ: -щен, -щена, -щено, ρ.σ.μ.
    1. επιστρέφω, αποδίνω, επαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    возвратить взятые взаймы деньги επιστρέφω τα δανικά χρήματα, που πήρα•

    возвратить пленных επιστρέφω τους αιχμαλώτους.

    2. (επ)ανακτώ•

    возвратить силы επανακτώ τις δυνάμεις•

    возвратить здоровье επανακτώ την υγεία.

    3. γυρίζω υποχρεώνω να γυρίσει, να επιστρέψει•

    возвратить гонца с дороги γυρίζω τον αγγελιοφόρο από το δρόμο.

    εκφρ.
    возвратить к жизни – επαναφέρω στη ζωή.
    1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω, ξανάρχομαι, επανακάμπτω.
    2. (επ)ανακτιέμαι, επανέρχομαι•

    сознание у больного -лось ο άρρωστος επανέκτησε τις αισθήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > возвратить

  • 16 вращать

    ρ.δ.μ. περιστρέφω, γυρίζω•

    вращать колесо περιστρέφω τον τροχό.

    εκφρ.
    вращать глазами ή белками – στρέφω, γυρίζω τους βολβούς των ματιών ή τ’ ασπράδια.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω. || μτφ. περιτριγυρίζω, περιφέρομαι.
    2. συχνάζω, συναναστρέφομαι•

    вращать в ученых кругах συχνάζω στους επιστημονικούς κύκλους.

    Большой русско-греческий словарь > вращать

  • 17 заворотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завороченный, βρ: чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. στρέφω, στρίβω, γυρίζω, κόβω’ γυρίζω πίσω•

    как проедешь мост заворотитьй направо μόλις περάσεις τη γέφυρα, στρίψε δεξιά•

    тележка -ла на двор το αμάξι έστριψε για την αυλή.

    2. μ. κατευθύνω, μπάζω.
    3. μαζεύω, αναστρέφω•

    заворотить рукава μαζεύω τα μανίκια.

    1. στρέφω, στρίβω• γυρίζω.
    2. αναστρέφομαι, μαζεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > заворотить

  • 18 крутить

    кручу, крутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крученный
    -чен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. περιστρέφω, γυρίζω•

    крутить ручку шарманки φέρνω γύρα τη λαβή της λατέρνας.

    2. μτφ. στρίβω, συστρέφω, κλώθω γνέθω•

    крутить пряжу γνέθω κλωστή•

    крутить папиросу, сигарку στρίβω τσιγάρο•

    крутить ус στρίβω το μουστάκι•

    крутить голову στρέφω (γυρίζω) το κεφάλι.

    3. στροβιλίζω•

    ветер -ил пыль ο άνεμος στροβίλιζε τη σκόνη•

    начинает позёмка αρχίζει να χιονοστροβιλίζει.

    4. διευθύνω, διαχειρίζομαι•

    она им -ит, как хочет αυτή τον κάνει όπως θέλει.

    5. στρεψοδικώ, κάνω υπεκφυγές, στριφογυρίζω.
    6. ερωτεύομαι, γυρίζω•

    он -ит с девушками αυτός γυρίζει με τα κορίτσια.

    εκφρ.
    крутить голову – σκοτίζω το κεφάλι•
    крутить любовь ή романβλ. 6 σημ. крутить руки кому α) στραγγουλίζω τα χέρια κάποιου, β) δένω τα χέρια πίσω•
    крутить носом – εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, κοντραστάρω πεισμώνω•
    как (там) ни -и – (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις.
    1. περιστρέφομαι, συστρέφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. έχω πολλές φροντίδες, σκοτούρες.
    εκφρ.
    как (там) ни -ись – (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις.

    Большой русско-греческий словарь > крутить

  • 19 перевернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.
    2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.
    3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.
    4. αναστατώνω ψυχικά.
    εκφρ.
    перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•
    перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.
    1. αναστρέφομαι, γυρίζω•

    перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.

    || ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,
    2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.
    εκφρ.
    души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•
    -тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου).

    Большой русско-греческий словарь > перевернуть

  • 20 перевести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. перевл
    -вела, -вело, μτχ. παρλθ. χρ. пере-вдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. переведши κ. переведя,
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω• μεταφέρω•

    перевести стрелку часов μετακινώ το δείχτη του ρολογιού•

    перевести больного в другую палату μεταφέρω τον ασθενή σε άλλο θάλαμο.

    || οδηγώ, περνώ•

    перевести слепого через улицу περνώ τον τυφλό από το δρόμο.

    2. (για υπάλληλους)• μεταθέτω. || προβιβάζω, προάγω.
    3. (για βλέμμα, μάτια)• περιφέρω, στρέφω, γυρίζω. || κατευθύνω γυρίζω•

    перевести разговор на другое γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    4. μεταβιβάζω•

    перевести имение на имя своей жены μεταβιβάζω, το κτήμα στο όνομα της συζύγου μου.

    5. στέλλω, αποστέλλω•

    перевести деньги родителям αποστέλλω χρήματα στους γονείς• перевести 100 рублей по телеграфу στέλλω 100 ρούβλια τηλεγραφικώς.

    6. μεταφράζω•

    перевести книгу с русского языка на греческий μεταφράζω βιβλίο από τα ρωσικά στα ελληνικά.

    || (για χρημ. αξία)• μετατρέπω μεταφέρω• перевести 1000 рублей на греческие драхмы μετατρέπω 1000 ρούβλια σε ελληνικές δραχμές.
    7. αποτυπώνω, ξεσηκώνω, βγάζω•

    перевести рисунок αποτυπώνω σχέδιο.

    8. καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφανίζω•

    перевести крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους.

    || σπαταλώ σκορπίζω.
    εκφρ.
    перевести дух (дыхание); – α)ανασαίνω βαθιά; β) ανασαίνω πρόσκαιρα (μτφ.).
    1. μεταθέτομαι, μετατίθεμαι•

    перевести в провинцию μεταθέτομαι στην επαρχία.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. || σπαταλώμαι.
    3. αποτυπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перевести

См. также в других словарях:

  • γυρίζω — γυρίζω, γύρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • γυρίζω — γύρισα, γυρίστηκα, γυρισμένος 1. μτβ., περιστρέφω: Γύρισα το διακόπτη της ηλεκτρικής κουζίνας. 2. αλλάζω κατεύθυνση: Μου γύρισε το πρόσωπό της. 3. μτφ., μεταπείθω κάποιον: Ποιος σου γύρισε τα μυαλά; 4. κινηματογραφώ: Αυτός ο σκηνοθέτης γυρίζει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιγυρίζω — γυρίζω κάτι πίσω, επιστρέφω …   Dictionary of Greek

  • αντιπρωρίζω — γυρίζω την πλώρη προς τον αγέρα ή προς άλλο πλεούμενο, πλησιάζω κατά μέτωπο άλλο σκάφος …   Dictionary of Greek

  • μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • ξεγυρίζω — (Μ ξεγυριζω) νεοελλ. 1. γυρίζω πίσω, ξανάρχομαι 2. γυρίζω κάτι από την ανάποδη, στρέφω από το άλλο μέρος 3. (για ασθενή) παρουσιάζω όψη υγιούς ατόμου, αναρρώνω 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) ξεγυρισμένος, η, ο γερός μσν. κατορθώνω να… …   Dictionary of Greek

  • περιστρέφω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι κυκλικά γύρω από έναν άξονα, στρέφω ολόγυρα, στριφογυρίζω 2. μέσ. περιστρέφομαι στρέφομαι γύρω από κάτι («η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της») νεοελλ. μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) αναφέρομαι γύρω από ένα θέμα μσν.… …   Dictionary of Greek

  • επιστρέφω — επίστρεψα και επέστρεψα, επιστράφηκα 1. μτβ., στρέφω κάτι πίσω, το δίνω πίσω, το γυρίζω πίσω: Επιστρέφω τα δώρα. 2. αμτβ., γυρίζω στο μέρος από όπου αναχώρησα, γυρίζω πίσω: Θα επιστρέψω σε μισή ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνειμι — ἄνειμι (Α) [είμι] 1. τραβώ προς τα επάνω, ανεβαίνω 2. (για τον ήλιο) ανατέλλω 3. (για νερό) βγαίνω στην επιφάνεια, αναβλύζω 4. αναπλέω, βγαίνω στα ανοιχτά 5. πηγαίνω σε κάποιον για να ζητήσω βοήθεια, καταφεύγω ως ικέτης 6. επανέρχομαι, γυρίζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»