Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

στρέφω

  • 81 устремить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устремленный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. κατευθύνω, κινώ προς• στρέφω• ρίχνω•

    устремить конницу на противника ρίχνω το ιππικό κατά του εχθρού•

    устремить удар κατευθύνω το χτύπημα.

    2. προτείνω•

    устремить винтовку προτείνω το τουφέκι•

    штык προτείνω τη λόγχη.

    || μτφ. καρφώνω, προσηλώνω•

    устремить глаза на него καρφώνω τα μάτια σ αυτόν•

    устремить внимание συγκεντρώνω την προσοχή.

    1. κατευθύνομαι,
    2. μτφ. καρφώνομαι, προσηλώνομαι•

    глаза всех -лись на него τα μάτια όλων καρφώθηκαν σ αυτόν.

    || συγκεντρώνομαι, στρέφομαι•

    мысли историка -лись к прошлому οι σκέψεις του ιστορικού στράφηκαν στο παρελθόν.

    Большой русско-греческий словарь > устремить

См. также в других словарях:

  • στρέφω — Aër. pres subj act 1st sg στρέφω Aër. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφω — στρέφω, έστρεψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — έστρεψα, στράφηκα, στραμμένος 1. γυρίζω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Στρέφω το κεφάλι προς τα δεξιά. – Έστρεψε το όπλο εναντίον τους. – Στρέφω την προσοχή μου. – Οι εχθροί έστρεψαν τα νώτα. 2. κάνω κάτι να γυρίσει γύρω από τον άξονά του: Στρέφω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρεφώ — όω, Α βλ. στερφῶ …   Dictionary of Greek

  • στρέφον — στρέφω Aër. pres part act masc voc sg στρέφω Aër. pres part act neut nom/voc/acc sg στρέφω Aër. imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στρέφω Aër. imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφεσθε — στρέφω Aër. pres imperat mp 2nd pl στρέφω Aër. pres ind mp 2nd pl στρέφω Aër. imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφετε — στρέφω Aër. pres imperat act 2nd pl στρέφω Aër. pres ind act 2nd pl στρέφω Aër. imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφῃ — στρέφω Aër. pres subj mp 2nd sg στρέφω Aër. pres ind mp 2nd sg στρέφω Aër. pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέψαι — στρέφω Aër. aor imperat mid 2nd sg στρέφω Aër. aor inf act στρέψαῑ , στρέφω Aër. aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέψει — στρέφω Aër. aor subj act 3rd sg (epic) στρέφω Aër. fut ind mid 2nd sg στρέφω Aër. fut ind act 3rd sg στρέψις a turning round fem nom/voc/acc dual (attic epic) στρέψεϊ , στρέψις a turning round fem dat sg (epic) στρέψις a turning round fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»