-
1 μειλιχίη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μειλιχίη
-
2 μειλιχίη
μειλίχιοςgentle: fem nom /voc sg (epic ionic)μειλιχίαgentleness: fem nom /voc sg (epic ionic)——————μειλίχιοςgentle: fem dat sg (epic ionic)μειλιχίαgentleness: fem dat sg (epic ionic) -
3 μειλιχίῃ
Βλ. λ. μειλιχίη -
4 μειλίχιος
A gentle, soothing, Hom. mostly of speech,μειλιχίοις ἐπέεσσι Il.12.267
, al.;μ. μῦθος Od.6.148
, cf. B.10.90: without Subst., προσαυδᾶν μειλιχίοισι with gentle words, Il.4.256, 6.214;οἱ δέ τ' ἐς αὐτὸν τερπόμενοι λεύσσουσιν—ὁ δ' ἀσφαλέως ἀγορεύει—αἰδοῖ μειλιχίῃ Od.8.172
;θεὸν ὣς ἱλάσκονται αἰδοῖ μειλιχίῃ Hes.Th.92
. Adv. - ίως A.R.2.467, etc.: neut. as Adv.,μειλίχιον μυκήσατο Mosch.2.97
.II later of persons, mild, gracious, Ζεὺς M. the protector of those who invoked him with propitiatory offerings, at Athens, IG12.866 (written [full] Μιλίχιος), Th.1.126, X.An.7.8.4; at Orchomenus in Boeotia, IG7.3169 (written [full] Μιλίχιος BCH50.422 ([place name] Thespiae)); in Argolis, Paus.2.20.1, etc.; of other divinities, as Dionysus, Plu.2.994a, etc.;Κύπρις AP5.225
(Paul. Sil.): Cret., Theraean [full] Μηλίχιος GDI 5046 ([place name] Hierapytna), al., IG12(3).406, 1316; early [dialect] Ion. [full] Μειλίχιος written [full] Μελ- ib.12(5).727 ([place name] Andros); Arc. written [full] Μελίχιος ib.5(2).90 (Tegea, perh. iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειλίχιος
-
5 μείλιχος
Grammatical information: adj.Meaning: `oft, mild, friendly' (Il.); also μειλίχιος `id.' (Il.); Μειλίχιος surn., esp. of Zeus (IA.), Att. also Μιλίχιος (early itacism, Schwyzer 193), Dor. Μηλ-, Arc. Μελ-, with Μειλιχιεῖον `temple of Zeus M.' (Halaesa); details in Nilsson Gr. Rel. 1, 411ff.Other forms: Aeol. μέλλιχος.Compounds: Compp., e.g. μελλιχό-φωνος (Sapph.), ἀ-μείλιχος `unfriendly, irreconcilable' = ἀμείλικτος (Il.; cf. Frisk Adj.priv. 7f.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From μείλιχος: 1. μειλιχίη f. `softness, mildness' (O741, Hes., A. R.); 2. μειλιχώδης `soft' (Cerc.); μειλίχη f. `boxing-glove' (Paus. 8, 40, 3; cf. πυρρίχη); 4. μειλίσσω, aor. - ίξαι `calm' (Il.), also with ἐκ-; μείλιγμα ( μέλιχμα Miletos VIa ; Schulze Kl. Schr. 411) n. `means to calm, expiational offer' (κ 217), ( ἐκ-)μείλιξις `expiation' (Anon. ap. Suid., Eust.), μειλικ-τήριος `expiating' (A. Pers. 610), - τικῶς adv. `id.' (sch.); μείλικτρα pl. = μειλίγματα (A. R.). Popular formation with χ-suffix as in νηπίαχος, ὁσσίχος (Dor.) a. o. (Chantraine Form. 403f., Schwyzer 498, Locker Glotta 22, 58f.), firt to μείλια (s. v.), but without certain further connection. The diff. dialectforms μειλ-: μελλ-: μηλ- can be explained from μελ-ν-, whereby one thought partly of Lat. mel `honey', gen. mellis (if really from *mel-n-és), partly of Lith. malóne `mercy'; see the lit. in W.-Hofmann s. mel, melior and mītis; old lit. also in WP. 2, 244 and in Bq. -- Folketymologically μείλιχος was no doubt connected with μέλι (Chantraine Mél. Boisacq 1, 169ff.), but μειλισσέμεν H410 not with Schmid BphW 36, 1414ff. for *μελισσέμεν from μέλι, cf. Kretschmer Glotta 10, 242. On the coexistence of μειλιχίη and μειλίσσω Scheller Oxytonierung 40; observations on μείλιχος: μειλίχιος in Porzig Satzinhalte 207 f..Page in Frisk: 2,194-195Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μείλιχος
-
6 αἰδώς
A reverence, awe, respect for the feeling or opinion of others or for one's own conscience, and so shame, self-respect (in fullἑαυτοῦ αἰδώς Hierocl. in CA9p.433M.
), sense of honour,αἰδῶ θέσθ' ἐνὶ θυμῷ Il.15.561
; ἴσχε γὰρ αἰ. καὶ δέος ib. 657, cf. Sapph.28, Democr. 179, etc.;αἰ. σωφροσύνης πλεῖστον μετέχει, αἰσχύνης δὲ εὐψυχία Th. 1.84
, cf. E.Supp. 911, Arist.EN 1108a32, etc.;αἰδοῖ μειλιχίῃ Od.8.172
; soἀλλά με κωλύει αἴδως Alc.55
(Sapphus est versus); ; δακρύων πένθιμον αἰδῶ tears of grief and shame, A.Supp. 579;αἰ. τίς μ' ἔχει Pl. Sph. 217d
;αἰ. καὶ δίκη Id.Prt. 322c
;αἰδοῦς ἐμπίπλασθαι X.Cyr.1.4.4
; sobriety, moderation, Pi.O.13.115;αἰδῶ λαβεῖν S.Aj. 345
.2 regard for others, respect, reverence,αἰδοῦς οὐδεμιῆς ἔτυχον Thgn.1266
, cf. E.Heracl. 460; αἰ. τοκέων respect for them, Pi.P.4.218; τὴν ἐμὴν αἰδῶ respect for me, A.Pers. 699; regard for friends, ; esp. regard for the helpless, compassion,αἰδοῦς κῦρσαι S.OC 247
; forgiveness, Antipho 1.26, Pl.Lg. 867e (cf.αἰδέομαι 11.2
).II that which causes shame or respect, and so,1 shame, scandal,αἰδώς, Ἀργεῖοι, κάκ' ἐλέγχεα Il.5.787
, etc.; αἰδώς, ὦ Λύκιοι· πόσε φεύγετε; 16.422;αἰδὼς μὲν νῦν ἥδε.. 17.336
.2 = τὰ αἰδοῖα, Il.2.262, Arat.493, D.H.7.72.III Αἰδώς personified, Reverence, Pi.O.7.44; Mercy, Ζηνὶ σύνθακος θρόνων Αἰ. S.OC 1268, cf. Paus. 1.17.1;παρθένος Αἰδοῦς Δίκη λέγεται Pl.Lg. 943e
. -
7 μειλιχία
A gentleness, softness, μειλιχίη πολέμοιο lukewarmness in battle, Il.15.741; kindness, Hes.Th. 206, A.R. 2.1279, etc.2 = ἱκετεία, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειλιχία
См. также в других словарях:
μειλιχίη — μειλίχιος gentle fem nom/voc sg (epic ionic) μειλιχία gentleness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχίῃ — μειλίχιος gentle fem dat sg (epic ionic) μειλιχία gentleness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχία — και ιων. τ. μειλιχίη, ἡ (Α) 1. πραότητα, ημερότητα, ηπιότητα 2. ευμένεια, φιλοφροσύνη, ευγένεια 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἱκετεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος «πράος, γλυκός» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek