Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μειλιχίη

См. также в других словарях:

  • μειλιχίη — μειλίχιος gentle fem nom/voc sg (epic ionic) μειλιχία gentleness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλιχίῃ — μειλίχιος gentle fem dat sg (epic ionic) μειλιχία gentleness fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλιχία — και ιων. τ. μειλιχίη, ἡ (Α) 1. πραότητα, ημερότητα, ηπιότητα 2. ευμένεια, φιλοφροσύνη, ευγένεια 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἱκετεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος «πράος, γλυκός» + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»