-
1 μειλιχιη
ἥ1) кротость, ласковость Hes.2) слабость, нерешительность, вялостьμ. πολέμοιο Hom. — вялое ведение войны
См. также в других словарях:
μειλιχίη — μειλίχιος gentle fem nom/voc sg (epic ionic) μειλιχία gentleness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχίῃ — μειλίχιος gentle fem dat sg (epic ionic) μειλιχία gentleness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχία — και ιων. τ. μειλιχίη, ἡ (Α) 1. πραότητα, ημερότητα, ηπιότητα 2. ευμένεια, φιλοφροσύνη, ευγένεια 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἱκετεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος «πράος, γλυκός» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek