Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αμείβομαι

См. также в других словарях:

  • αμείβομαι — αμείβομαι, αμείφτηκα και αμείφθηκα βλ. πίν. 8 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀμείβομαι — ἀμείβω change pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολαμβάνω — κ. λαβαίνω (AM απολαμβάνω) 1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι 2. παίρνω ό,τι μου ανήκει 3. αμείβομαι νεοελλ. 1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής 2. γλεντώ, τέρπομαι αρχ. 1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον 2. παίρνω μακριά, απομακρύνω 3. παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • διαμείβομαι — (Α διαμείβομαι και διαμείβω) [αμείβομαι] 1. ανταλλάσσω 2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαμειφθέντα οι συζητήσεις που έγιναν, τα λόγια που ανταλλάχθηκαν αρχ. 1. διέρχομαι, διασχίζω 2. αλλοιώνω, μεταβάλλω 3. αλλάζω τελείως 4. εμπορεύομαι σε …   Dictionary of Greek

  • καταμείβομαι — (Α) διανέμομαι, μοιράζομαι μεταξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμείβομαι «ανταλλάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • μισθοφορώ — μισθοφορῶ, έω (Α) [μισθοφόρος] 1. αμείβομαι για υπηρεσία που παρέχω, λαμβάνω μισθό, είμαι μισθοφόρος 2. αποφέρω κέρδος, παρέχω εισόδημα («οἰκία μισθοφοροῡσα», Ισαί.) 3. προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου με μισθό, μισθοδοτώ κάποιον 4. (το… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • παρακλύω — Α παρακούω, δεν υπακούω κάποιον («ἤν δὲ μεν παρακλύῃς, γνώσῃ τὸν Ἑρμῆν ὡς κακοὺς ἀμείβομαι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλύω «ακούω»] …   Dictionary of Greek

  • ποταμείβομαι — Α (δωρ. τ.) προσαμείβομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + αμείβομαι] …   Dictionary of Greek

  • προαμείβομαι — Α 1. μεταβαίνω σε άλλο τόπο 2. λαμβάνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀμείβομαι «λαμβάνω ως αντάλλαγμα, μεταβαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαμείβομαι — Α απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»