Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αμείβομαι

  • 1 воздать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. воздал, -ла, -ло, προστκ. воздай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. возданный, -дан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    (παλ. κ. υψ. ύφος) αμείβω, ανταμείβω• αποδίδω•

    воздать должное по заслугам ανταμείβω για τις υπηρεσίες•

    справедливость! αποδίδω τη δίκαιο•

    воздать должное ανταμείβω•

    воздать воинские почести αποδίδω στρατιωτικές τιμές.

    || μτφ. πληρώνω, κάνω, αποδίδω•

    воздать добром за зло κάνω καλό αντί για κακό•

    αμείβομαι πληρώνομαι•

    воздать по заслугам αμείβομαι για τις υπηρεσίες.

    Большой русско-греческий словарь > воздать

  • 2 вознаградить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -авденный, βρ: -ден, -дена, -но
    ρ.σ.μ.
    αμείβω, ανταμείβω, επιβραβεύω•

    вознаградить за труд ανταμείβω για τη δουλειά.

    αμείβομαι, ανταμείβομαι• επιβραβεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вознаградить

  • 3 выручить

    -чу, -чишь, ρ.σ.μ.
    1. παλ. ελευθερώνω, παίρνω με εγγύηση.
    2. βγάζω από δύσκολη κατάσταση, δίνω χείρα βοηθείας.
    3. κερδίζω, βγάζω με το εμπόριο.
    1. βγαίνω από δύσκολη κατάσταση.
    2. αμείβομαι, παίρνω ως αμοιβή.

    Большой русско-греческий словарь > выручить

  • 4 заработать

    ρ.σ.
    κερδίζω, βγάζω χρήματα• заработать 1200 рублей βγάζω 1200 ρούβλια•

    заработать себе на жизнь βγάζω τα προς του ζειν.

    || αποκτώ με τη δουλειά μου•

    заработать право на отдых αποκτώ με τη δουλειά μου το δικαίωμα ανάπαυσης.

    || (σκωπτικά) αμείβομαι, πληρώνομαι για τη συμπεριφορά•

    заработать выговор τιμωρούμαι για τη συμπεριφορά.

    || αρχίζω τη δουλειά ή να δουλεύω.
    παραδουλεύω, κουράζομαι από τη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > заработать

См. также в других словарях:

  • αμείβομαι — αμείβομαι, αμείφτηκα και αμείφθηκα βλ. πίν. 8 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀμείβομαι — ἀμείβω change pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολαμβάνω — κ. λαβαίνω (AM απολαμβάνω) 1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι 2. παίρνω ό,τι μου ανήκει 3. αμείβομαι νεοελλ. 1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής 2. γλεντώ, τέρπομαι αρχ. 1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον 2. παίρνω μακριά, απομακρύνω 3. παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • διαμείβομαι — (Α διαμείβομαι και διαμείβω) [αμείβομαι] 1. ανταλλάσσω 2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαμειφθέντα οι συζητήσεις που έγιναν, τα λόγια που ανταλλάχθηκαν αρχ. 1. διέρχομαι, διασχίζω 2. αλλοιώνω, μεταβάλλω 3. αλλάζω τελείως 4. εμπορεύομαι σε …   Dictionary of Greek

  • καταμείβομαι — (Α) διανέμομαι, μοιράζομαι μεταξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμείβομαι «ανταλλάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • μισθοφορώ — μισθοφορῶ, έω (Α) [μισθοφόρος] 1. αμείβομαι για υπηρεσία που παρέχω, λαμβάνω μισθό, είμαι μισθοφόρος 2. αποφέρω κέρδος, παρέχω εισόδημα («οἰκία μισθοφοροῡσα», Ισαί.) 3. προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου με μισθό, μισθοδοτώ κάποιον 4. (το… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • παρακλύω — Α παρακούω, δεν υπακούω κάποιον («ἤν δὲ μεν παρακλύῃς, γνώσῃ τὸν Ἑρμῆν ὡς κακοὺς ἀμείβομαι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλύω «ακούω»] …   Dictionary of Greek

  • ποταμείβομαι — Α (δωρ. τ.) προσαμείβομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + αμείβομαι] …   Dictionary of Greek

  • προαμείβομαι — Α 1. μεταβαίνω σε άλλο τόπο 2. λαμβάνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀμείβομαι «λαμβάνω ως αντάλλαγμα, μεταβαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαμείβομαι — Α απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»