Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

idh-dhmo-

См. также в других словарях:

  • ισθμός — Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»