Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰσθμώδης

См. также в других словарях:

  • ισθμώδης — ἰσθμώδης, ῶδες (Α) [ισθμός] ισθμοειδής*, όμοιος με ισθμό …   Dictionary of Greek

  • Ἰσθμωδέστατον — Ἰσθμώδης masc acc superl sg Ἰσθμώδης neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμωδέστατον — ἰσθμώδης masc acc superl sg ἰσθμώδης neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμῶδες — Ἰσθμώδης masc/fem voc sg Ἰσθμώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμῶδες — ἰσθμώδης masc/fem voc sg ἰσθμώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμώδους — Ἰσθμώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμώδους — ἰσθμώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»