-
1 νῖκος
νῖκος, ους, τό (Manetho, Apot. 1, 358; Orph., Argon. 587; Polemo 1, 12 p. 6, 16; Vett. Val. 358, 5; IG XII/5, 764, 2; BGU 1002, 14 [55 B.C.]; LXX; SibOr 14, 334; 339; Lob. on Phryn. p. 647) late form for ἡ νίκη (JWackernagel, Hellenistica 1907, 26f; EFraenkel, Glotta 4, 1913, 39ff; B-D-F §51, 1; Mlt-H. 126; 381).① victory ποῦ σου θάνατε τὸ ν.; where, O Death, is your victory? 1 Cor 15:55a (after Hos 13:14, where our LXX mss. read ποῦ ἡ δίκη σου, θ. [s. WDittmar, V.T. in Novo 1903, 217 and s. on κέντρον 1], but Paul, influenced by vs. 54, substitutes νῖκος for δίκη; EEllis, Paul’s Use of the OT, ’57, 140). In κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος death is swallowed up in (or by) victory vs. 54, νῖκος agrees w. the improvement which Theod. made in the LXX wording of Is 25:8 (s. ARahlfs, ZNW 20, 1921, 183f; JZiegler, Is. ’39 ad loc.). Vss. 54 and 55 have the v.l. νεῖκος, q.v. διδόναι τινὶ τὸ ν. give someone the victory vs. 57 (cp. 1 Esdr 3:9; 2 Macc 10:38; Jos., Ant. 6, 145). ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς ν. τὴν κρίσιν until he leads justice to victory Mt 12:20 (cp. 2 Km 2:26 and variants in Field, Hexapla and the Cambridge LXX; s. κρίσις, end).② the prize of victory, abstr. for concr. (4 Macc 17, 12 τὸ νῖκος ἀφθαρσία) παραδοὺς αὐτῇ τὸ ν. ὸ̔ ἔλαβες give over to it the prize of victory you have won Hm 12, 2, 5 (perh. a phrase like νῖκος λαβών is to be supplied earlier in the sentence).—DELG s.v. νίκη. M-M. TW. -
2 νίκος
-
3 νῖκος
-
4 νῖκος
-
5 νῖκος
-
6 νικος
-
7 νῖκος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νῖκος
-
8 νίκος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νίκος
-
9 νῖκος
-ους + τό N 3 0-1-0-0-3=4 2 Sm 2,26; 1 Ezr 3,9; 2 Mc 10,38; 4 Mc 17,12late form for νίκη; victory 1 Ezr 3,9; prize of victory 4 Mc 17,12εἰς νῖκος until (final) victory is won or to the end, for ever 2 Sm 2,26see νεῖκοςCf. CAIRD 1969=1972 136; DRIVER, S. 1913, 128-129; GRINDEL 1969, 499-513; HARL 1984a=1992a 38;KRAFT 1972d, 153-156; SHIPP 1979, 403; WALTERS 1973 32.34-36.160.182.282; →LSJ RSuppl; NIDNTT; TWNT -
10 νῖκος
победа.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νῖκος
-
11 νῖκος
победупобеде победаΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νῖκος
-
12 στροβά-νῑκος
-
13 φερέ-νῑκος
φερέ-νῑκος, Sieg bringend, davontragend, siegreich. Als, nom. pr.
-
14 φιλό-νῑκος
φιλό-νῑκος, den Sieg liebend, übh. nach dem Vorrange, Vorzuge strebend; Xen. Mem. 3, 4,3; Isocr. 1, 30 nach Bekker, vulg. - νεικος.
-
15 χορό-νῑκος
χορό-νῑκος, im Chore siegend, Alexis bei Ath. XIV, 638 c.
-
16 καλλί-νῑκος
καλλί-νῑκος, mit schönem Siege, – a) ruhmvoll siegend; Pind. P. 1, 32. 11, 46; ἄναξ Eur. Suppl. 125; Ἡρακλῆς Archil. 69. – b) den Sieg verherrlichend; στέφανος, ὕμνος, μέλος, Pind. N. 4, 16 P. 5, 106; χάρμα, κῦδος, des schönen Sieges, I. 4, 61. 1, 12; τὸ καλλίνικον, Siegesfeier, N. 3, 17. – Bei Ath. XIV, 618 c eine Flötenmelodie.
-
17 μεγαλό-νῑκος
μεγαλό-νῑκος, groß siegend, Sp.
-
18 οὐρανό-νῑκος
οὐρανό-νῑκος, den Himmel besiegend, übertreffend, Aesch. Suppl. 156. 170, ἄτα.
-
19 μῡριό-νῑκος
μῡριό-νῑκος, unzählige Male siegend, Sp.
-
20 ἀστύ-νῑκος
ἀστύ-νῑκος, πόλις, die siegreiche Stadt, Athen, Aesch. Eum. 875.
См. также в других словарях:
νῖκος — for ever neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίκος — το (ΑΜ νῑκος) 1. νίκη 2. εξουσία, επικυριαρχία μσν. 1. υπερίσχυση, υπεροχή 2. συνεκδ. λάφυρα, λεία 3. νικητής 4. δύναμη, ισχύς 5. λαμπρότητα, ακτινοβολία 6. ευημερία, προκοπή 7. (για δικαστικό αγώνα) δικαίωση 8. φρ. α) «αἴρω (τὸ) νῑκος» ή «ποιῶ… … Dictionary of Greek
Καββαδίας, Νίκος — (Χαρμπίν Μαντζουρίας 1910 – Αθήνα 1975). Ποιητής. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στον Πειραιά. Ασυρματιστής σε πλοία, ο Κ. ταξίδεψε πολύ και με την έντονη ποιητική του ευαισθησία έγραψε ιδιαίτερα αξιόλογα ποιήματα, που τον καθιέρωσαν μεταξύ των… … Dictionary of Greek
Καζαντζάκης, Νίκος — (Ηράκλειο Κρήτης 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας 1957).Λογοτέχνης, μεταφραστής και στοχαστής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902 6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907 9). Την περίοδο 1914 15, μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, περιηγήθηκε τους τόπους της… … Dictionary of Greek
Γκαλέλα, Ρον Γκάλης, Νίκος — (Νιου Τζέρσι, ΗΠΑ 1957 –). Μπασκετμπολίστας. Γεννήθηκε από Ελληνοαμερικανούς μετανάστες στις ΗΠΑ· το οικογενειακό του επώνυμο ήταν Γεωργαλής και με αυτό το όνομα ξεκίνησε να παίζει στην Ελλάδα. Έκανε τα πρώτα του βήματα στα περίφημα ανοιχτά… … Dictionary of Greek
Γκάτσος, Νίκος — (Χάνια Αρκαδίας 1911 – Αθήνα 1992). Ποιητής και μεταφραστής της λογοτεχνίας. Αποφοίτησε από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στον λογοτεχνικό χώρο με ποιήματά του στα περιοδικά Νέα Εστία (1931) και Ρυθμός (1933). Το… … Dictionary of Greek
Δήμου, Νίκος — (Αθήνα 1935 –). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Μονάχου την περίοδο 1954 60. Έχει γράψει πολλά βιβλία, πεζά, ποιήματα, φιλοσοφικές πραγματείες και δοκίμια. Σε πολλά από αυτά, με πιο… … Dictionary of Greek
Εγγονόπουλος, Νίκος — (Αθήνα 1910 – 1985). Ζωγράφος και ποιητής. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία και στη Γερμανία. Δίδαξε ιστορία της τέχνης στην αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου από το … Dictionary of Greek
Ζαπατίνας, Νίκος — (Αθήνα 1945 –). Σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Σπούδασε μαθηματικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κινηματογράφο στο Παρίσι και μουσική σε διάφορες σχολές. Έχει σκηνοθετήσει πολλά σίριαλ αλλά και ντοκιμαντέρ για την ελληνική τηλεόραση … Dictionary of Greek
Ζαχαριάδης, Νίκος — (Νικομήδεια, Μικρά Ασία 1902 – Σορφούτ, Σιβηρία 1973). Πολιτικός, ηγέτης της ελληνικής Αριστεράς. Ήταν γιος καπνομεσίτη που εμπορευόταν στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Τελείωσε το γυμνάσιο στα Σκόπια και αργότερα εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
Κακλαμανάκης, Νίκος — (1968 –). Ιστιοπλόος και Ολυμπιονίκης. Ξεκίνησε ως κολυμβητής το 1979 και την ίδια χρονιά είχε την πρώτη επαφή του με το windsurf. Ανήκει στον Ναυτικό Όμιλο Άνδρου και θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αθλητές ιστιοσανίδας Mistral στον κόσμο.… … Dictionary of Greek