Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θμο-

См. также в других словарях:

  • -θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ισθμός — Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι… …   Dictionary of Greek

  • ethmoid — eth|mo|i̱d, in fachspr. Fügungen: eth|mo|i̱des, auch: eth|mo|ida̱lis, ...le [gr. ἠϑμος = Sieb u. ↑...id]: „siebähnlich“, siebförmig; zum Siebbein (↑Os ethmoidale) gehörend; z. B. in der Fügung ↑Arteria ethmoidalis …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • Ethmozephalie — Eth|mo|ze|phali̲e̲ [zu gr. ἠϑμος = Sieb; Trichter u. gr. ϰεϕαλη = Kopf] w; , ...i̱en: menschliche Mißbildung mit fast zusammenfallenden Augen u. mit einem rüsselförmigen Nasenfortsatz …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»