-
1 Ίσθμιος
-
2 Ἴσθμιος
-
3 ίσθμιος
-
4 ἴσθμιος
-
5 Ισθμιος
-
6 Ἴσθμιος
1 Isthmian, of the Isthmian gamesπροξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.84
Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος O. 13.4
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.13
Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων I. 8.63
n. pl. pro subs., Isthmian games.ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.2
-
7 ἴσθμιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἴσθμιος
-
8 ἐπ-ίσθμιος
ἐπ-ίσθμιος, am Halse, τὸ ἐπ., Halsbinde, Halsschmuck, Hesych.
-
9 ίσθμι'
ἴσθμια, Ἴσθμιαneut nom /voc /acc plἴσθμια, ἴσθμιονanything belonging to the neck: neut nom /voc /acc plἴσθμια, ἴσθμιοςof: neut nom /voc /acc plἴσθμια, ἴσθμιοςof: neut nom /voc /acc plἴσθμιε, ἴσθμιοςof: masc voc sgἴσθμιε, ἴσθμιοςof: masc /fem voc sgἴσθμιαι, ἴσθμιοςof: fem nom /voc pl -
10 ἴσθμι'
ἴσθμια, Ἴσθμιαneut nom /voc /acc plἴσθμια, ἴσθμιονanything belonging to the neck: neut nom /voc /acc plἴσθμια, ἴσθμιοςof: neut nom /voc /acc plἴσθμια, ἴσθμιοςof: neut nom /voc /acc plἴσθμιε, ἴσθμιοςof: masc voc sgἴσθμιε, ἴσθμιοςof: masc /fem voc sgἴσθμιαι, ἴσθμιοςof: fem nom /voc pl -
11 Ίσθμι'
Ἴσθμια, Ἴσθμιαneut nom /voc /acc plἼσθμια, Ἴσθμιοςneut nom /voc /acc plἼσθμιε, Ἴσθμιοςmasc voc sgἼσθμιε, Ἴσθμιοςmasc voc sgἼσθμιαι, Ἴσθμιοςfem nom /voc pl -
12 Ἴσθμι'
Ἴσθμια, Ἴσθμιαneut nom /voc /acc plἼσθμια, Ἴσθμιοςneut nom /voc /acc plἼσθμιε, Ἴσθμιοςmasc voc sgἼσθμιε, Ἴσθμιοςmasc voc sgἼσθμιαι, Ἴσθμιοςfem nom /voc pl -
13 ίσθμιον
ἴσθμιονanything belonging to the neck: neut nom /voc /acc sgἴσθμιοςof: masc acc sgἴσθμιοςof: neut nom /voc /acc sgἴσθμιοςof: masc /fem acc sgἴσθμιοςof: neut nom /voc /acc sg -
14 ἴσθμιον
ἴσθμιονanything belonging to the neck: neut nom /voc /acc sgἴσθμιοςof: masc acc sgἴσθμιοςof: neut nom /voc /acc sgἴσθμιοςof: masc /fem acc sgἴσθμιοςof: neut nom /voc /acc sg -
15 Ίσθμιον
-
16 Ἴσθμιον
-
17 Ισθμίων
-
18 Ἰσθμίων
-
19 ισθμίων
Ἴσθμιαneut gen plἴσθμιονanything belonging to the neck: neut gen plἴσθμιοςof: fem gen plἴσθμιοςof: masc /neut gen plἴσθμιοςof: masc /fem /neut gen pl -
20 ἰσθμίων
Ἴσθμιαneut gen plἴσθμιονanything belonging to the neck: neut gen plἴσθμιοςof: fem gen plἴσθμιοςof: masc /neut gen plἴσθμιοςof: masc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
Ἴσθμιος — masc nom sg Ἴσθμιος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσθμιος — of masc nom sg ἴσθμιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσθμιος — α, ο (Α ἴσθμιος, ία, ιον, θηλ. και ίσθμιος [ισθμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό τής Κορίνθου, ισθμικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ Ἴσθμια (ενν. ἰερά) αγώνες που τελούνταν κάθε δύο έτη στον Ισθμό τής Κορίνθου 2. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
Ευφράνωρ ο Κορίνθιος ή ο Ίσθμιος — (4ος αι. π.Χ.).Ζωγράφος, γλύπτης, χαλκουργός, τορευτής, συγγραφέας πραγματειών για τη συμμετρία και τα χρώματα. Μαθητές του υπήρξαν οι ζωγράφοι Χαρμαντίδης, Λεωνίδας, Αντίδοτος και ο γιος του, ο γλύπτης Σώστρατος. Ως ζωγράφος κόσμησε τη στοά του… … Dictionary of Greek
Ἴσθμιον — Ἴσθμιος masc acc sg Ἴσθμιος neut nom/voc/acc sg Ἴσθμιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμίου — Ἴσθμιος masc/neut gen sg Ἴσθμιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμίῳ — Ἴσθμιος masc/neut dat sg Ἴσθμιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσθμιε — Ἴσθμιος masc voc sg Ἴσθμιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσθμιε — ἴσθμιος of masc voc sg ἴσθμιος of masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμίαισι — Ἴσθμιος fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμίαισι — ἴσθμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)