Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἴσθμιος

См. также в других словарях:

  • Ἴσθμιος — masc nom sg Ἴσθμιος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσθμιος — of masc nom sg ἴσθμιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσθμιος — α, ο (Α ἴσθμιος, ία, ιον, θηλ. και ίσθμιος [ισθμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό τής Κορίνθου, ισθμικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ Ἴσθμια (ενν. ἰερά) αγώνες που τελούνταν κάθε δύο έτη στον Ισθμό τής Κορίνθου 2. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • Ευφράνωρ ο Κορίνθιος ή ο Ίσθμιος — (4ος αι. π.Χ.).Ζωγράφος, γλύπτης, χαλκουργός, τορευτής, συγγραφέας πραγματειών για τη συμμετρία και τα χρώματα. Μαθητές του υπήρξαν οι ζωγράφοι Χαρμαντίδης, Λεωνίδας, Αντίδοτος και ο γιος του, ο γλύπτης Σώστρατος. Ως ζωγράφος κόσμησε τη στοά του… …   Dictionary of Greek

  • Ἴσθμιον — Ἴσθμιος masc acc sg Ἴσθμιος neut nom/voc/acc sg Ἴσθμιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμίου — Ἴσθμιος masc/neut gen sg Ἴσθμιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμίῳ — Ἴσθμιος masc/neut dat sg Ἴσθμιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσθμιε — Ἴσθμιος masc voc sg Ἴσθμιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσθμιε — ἴσθμιος of masc voc sg ἴσθμιος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμίαισι — Ἴσθμιος fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμίαισι — ἴσθμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»