-
1 Ῥωμαῖοι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ῥωμαῖοι
-
2 πολυ-κτέανος
-
3 κλῆσις
κλῆσις, ἡ, das Rufen, der R uf, die Einladung; κατιδών με πόῤῥωϑεν ἐκάλεσε καὶ παίζων ἅμα τῇ κλήσει Plat. Conv. 172 a; Xen. Cyr. 3, 2, 14; Einladung zum Gastmahl, Conv. 1, 7, wie κλήσεις δείπνων Plut. Pericl. 7; so αἱ ἐπιφανεῖς κλήσεις Parmenisc. bei Ath. IV, 156 d; ähnl. κλῆσις εἰς τὸ πρυτανεῖον Dem. 19, 32; – das zu Hülfe Rufen, Pol. 2, 50, 7. – Bes. Vorladung vor Gericht, τὴν κλῆσιν εἰς δύ' ἡμέρας ἔϑηκεν Ar. Nubb. 1189, wie ἀπόφευξιν δίκης ἢ κλῆσιν 875; ἀφιέναι τὰς κλήσεις Xen. Hell. 1, 7, 83; τὰς κλήσεις καλεῖσϑαι, ὅσας ἔδει Antiph. 6, 38, u. sonst bei den Rednern. – Benennung, Name, ἀγγεῖον μιᾷ κλήσει προςφϑεγγόμεϑα Plat. Crat. 287 e, u. öfter in diesem Dialog, wie bei den Grammatikern. – Bei D. Hal. sind κλήσεις wie καλέσεις die röm. classes, vgl. 4, 18 ἐγένοντο συμμορίαι ἕξ, ἃς καλοῠσι Ῥωμαῖοι κλάσεις, κατὰ τὰς Ἑλληνικὰς κλήσεις παρονομάσαντες.
-
4 δρύππᾱ
δρύππᾱ, ἡ, = δρύπεψ, überreife, gewelkte Olive, Phani. 5 (VI, 299); Ath. II, 56 c bemerkt Ρωμαῖοι δρυπετεῖς ἐλαίας δρύππας λέγουσιν, was Plin. H. N. 15, 1, 2 bestätigt.
-
5 ἀγοραστής
ἀγοραστής, ὁ, der Käufer, Aristot. Oec. II, 34; Athen. XIV, 652 c. Bes. hieß so der den Einkauf für die Küche besorgende Sklav, der später ὀψωνάτωρ hieß, vgl. Poll. 3, 126 (ὁ ἀγ. ἐπὶ τοῠ ὀψωνοῠντος τέτακται); Athen. IV, 171 a (ἐκάλουν ἀγ. τὸν τὰ ὄψα ὠνούμενον) u. das. Men. B. A. 339 ὃν'Ρωμαῖοι ὀψωνάτορα καλοῦσιν. So schon Xen. Mem. 1, 5, 2 διάκονος καὶ ἀγ.
-
6 ειλεω
εἰλέω, εἱλέω(эп. impf. εἴλεον и ἐείλεον; pass.: aor. εἰλήθην и εἱλήθην, pf. εἴλημαι)1) вращать, катитьἐν ποσί τινι εἱλέεσθαι Her. — попадаться кому-л. на каждом шагу (досл. катиться у чьих-л. ног)2) med. бегать вокруг, метаться(μύρμηκες εἱλούμενοι Luc.)
3) гнать, теснить, преследовать(Ἀχαιοὺς ἐπὴ πρύμνῃσιν, θῆρας Hom.; πνεῦμα εἱλούμενον κάτωθεν ἄνω Arst.)
4) загонять(ἐνὴ σπῆϊ, sc. τινας Hom.; οἱ Ῥωμαῖοι εἱλούμενοι ἐν ὀλίγῳ Plut.)
-
7 ειλεω...
εἱλέω...εἰλέω, εἱλέω(эп. impf. εἴλεον и ἐείλεον; pass.: aor. εἰλήθην и εἱλήθην, pf. εἴλημαι)1) вращать, катитьἐν ποσί τινι εἱλέεσθαι Her. — попадаться кому-л. на каждом шагу (досл. катиться у чьих-л. ног)2) med. бегать вокруг, метаться(μύρμηκες εἱλούμενοι Luc.)
3) гнать, теснить, преследовать(Ἀχαιοὺς ἐπὴ πρύμνῃσιν, θῆρας Hom.; πνεῦμα εἱλούμενον κάτωθεν ἄνω Arst.)
4) загонять(ἐνὴ σπῆϊ, sc. τινας Hom.; οἱ Ῥωμαῖοι εἱλούμενοι ἐν ὀλίγῳ Plut.)
-
8 εκχωρεω
1) уходить, уезжать(ἐκ τόπου τινός Her.)
ἐκ τοῦ ζῆν ἐκχωρῆσαι Polyb. — умереть2) отступать, уходить(χειμῶνες ἐκχωροῦσι θέρει Soph.; οἱ τῆς θαλάττης ἐκκεχωρηκότες Ῥωμαῖοι Polyb.; ἐ. καὴ ὑποφεύγειν Plut.)
3) переселяться, эмигрировать Her., Arst.4) быть вывихнутым(ὅ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.)
5) уступать(τινί τινος Polyb. и τινί τι Diog.L.)
6) отказываться от своих претензий Dem. -
9 πολυκτεανος
-
10 προησσαω
атт. προηττάω заранее побеждатьτὸ προηττῆσαν τὰς ψυχὰς τῶν δυνάμεων Polyb. — то, что заранее подорвало дух войск;
ὑφ΄ οὗ προήττηντο Ῥωμαῖοι Plut. — (неприятель), которым римляне были уже побеждены;οἱ προηττημένοι Diod. — побежденные, потерпевшие поражение -
11 αἰών
αἰών, ῶνος, ὁ, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. also ἡ, as in Pi.P.4.186, E.Ph. 1484: apocop. acc. αἰῶ,A like Ποσειδῶ, restored by Ahrens (from AB 363) in A.Ch. 350: (properly αἰϝών, cf. aevum, v. αἰεί):— period of existence (τὸ τέλος τὸ περιέχον τὸν τῆς ἑκάστου ζωῆς χρόνον.. αἰὼν ἑκάστου κέκληται Arist.Cael. 279a25
):I lifetime, life,ψυχή τε καὶ αἰών Il.16.453
;ἐκ δ' αἰ. πέφαται Il.19.27
;μηδέ τοι αἰ. φθινέτω Od.5.160
;λείπει τινά Il.5.685
; ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο (Zenod. νέον) 24.725;τελευτᾶν τὸν αἰῶνα Hdt.1.32
, etc.;αἰῶνος στερεῖν τινά A.Pr. 862
;αἰῶνα διοιχνεῖν Id.Eu. 315
;συνδιατρίβειν Cratin. 1
; αἰ. Αἰακιδᾶν, periphr. for the Aeacidae, S.Aj. 645 s. v. l.;ἀπέπνευσεν αἰῶνα E.Fr. 801
;ἐμὸν κατ' αἰῶνα A.Th. 219
.II long space of time, age, αἰὼν γίγνεται 'tis an age, Men.536.5; esp. with Preps., ἀπ' αἰῶνος of old, Hes.Th. 609, Ev.Luc.1.70;οἱ ἀπὸ τοῦ αἰ. Ῥωμαῖοι D.C. 63.20
; δι' αἰῶνος perpetually, A.Ch.26, Eu. 563; all one's life long, S. El. 1024; δι' αἰῶνος μακροῦ, ἀπαύστου, A.Supp. 582, 574; τὸν δι' αἰ. χρόνον for ever, Id.Ag. 554; εἰς ἅπαντα τὸν αἰ. Lycurg.106, Isoc.10.62; εἰς τὸν αἰ. LXX Ge.3.23, al., D.S.21.17, Ev.Jo.8.35, Ps.-Luc. Philopatr.17;εἰς αἰῶνα αἰῶνος LXX Ps.131(132).14
; ἐξ αἰῶνος καὶ ἕως αἰῶνος ib.Je.7.7; ἐπ' αἰ. ib.Ex.15.18; ἕως αἰῶνος ib.1 Ki.1.22, al.:— without a Prep., τὸν ἅπαντα αἰ. Arist. Cael. 279a22;τὸν αἰῶνα Lycurg. 62
, Epicur.Ep.1p.8U.; eternity, opp. χρόνος, Pl.Ti. 37d, cf. Metrod. Fr.37, Ph.1.496, 619, Plot.3.7.5, etc.;τοὺς ὑπὲρ τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.20
.2 space of time clearly defined and marked out, epoch, age, ὁ αἰὼν οὗτος this present world, opp. ὁ μέλλων, Ev.Matt.13.22, cf. Ep.Rom.12.2; ὁ νῦν αἰ. 1 Ep.Tim.6.17, 2 Ep.Tim.4.10:—hence in pl., the ages, i.e. eternity, Phld.D.3 Fr.84;εἰς πάντας τοὺς αἰ. LXX To.13.4
; εἰς τοὺς αἰ.ib.Si.45.24, al., Ep.Rom.1.25, etc.;εἰς τοὺς αἰ. τῶν αἰώνων LXX 4 Ma.18.24
, Ep.Phil.4.20, etc.; ἀπὸ τῶν αἰ., πρὸ τῶν αἰ., Ep.Eph.3.9, 1Cor.2.7; τὰ τέλη τῶν αἰ. ib.10.11.3 Αἰών, ὁ, personified,Αἰὼν Χρόνου παῖς E.Heracl. 900
(lyr.), cf. Corp.Herm.11, etc.; as title of various divine beings, Dam.Pr. 151, al.; esp.=Persian Zervan, Suid. s.v. Ἡρασκος.4 Pythag., = 10, Theol.Ar.59.B spinal marrow (perh. regarded as seat of life), h.Merc 42, 119, Pi.Fr. 111, Hp.Epid.7.122; perh. also Il.19.27. -
12 Πέργαμος
Aτὰ Πέργαμα S.Ph. 347
, 1334, E.Tr. 556(lyr.), etc.;Πέργαμα Τροίας Stesich.32
; τἀπὶ Τροίᾳ Π. S.Ph. 353, 611:—also [full] Περγᾰμία, ἡ, Pi.I.6(5).31.II Pergamum in Mysia, X. HG3.1.6, etc.:—also [full] Πέργᾰμον, τό, Plb.4.48.11: Adj. [full] Περγᾰμηνός, ή, όν : Π., ἡ, district of P., Str.12.8.2; also, parchment, introduced there, Suid. (pl.): so in neut. pl.,Ῥωμαῖοι τὰ μέμβρανα Περγαμηνὰ καλοῦσιν Lyd.Mens.1.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πέργαμος
-
13 πολυκτέανος
πολυ-κτέᾰνος, ον,A = πολυκτήμων, Pi.O.10(11).36, Call. Ap.35, Opp.C.1.239;Ῥωμαῖοι IG14.809
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκτέανος
-
14 σκόρδον
σκόρδ-ον, τό,A = σκόροδον, Crates Theb.4.5 D., IG22.1184.15 (iv B.C.), PSI4.332.6 (iii B.C.), PTeb.717.5 (ii B.C.), LXX Nu.11.5, Phld.Po.2.52, Dsc.2.152, IG3.73.10, Edict.Diocl.6.23, Gp.12.8.8, etc.: prov., μὴ σκόρδου (sc. φάγω) 'anything for a quiet life', prob. in Cic.Att.13.42.3; cf. σκόροδον: codd. of Thphr. have both σκόρδον (HP1.10.7, al.) and σκόροδον (1.6.9, al., Od.63):—[var] Dim. [full] σκορδόνιον, τό, Dsc.Eup.2.119; [suff] σκορδ-σνίανκαλοῦσιν οἱ Ῥωμαῖοι Orib.
ap. Aët.11.10 (s.v.l.).II .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκόρδον
-
15 συμπολιτεύω
A live as fellow-citizens or members of one state, τισι with others, Th.6.4, 8.47,73; νόμοις τοῖς αὐτοῖς Χρῆσθαι καὶ ς. X.HG 5.2.12, cf. IG9(1).32.6 (Stiris, ii B.C.):—[voice] Med. συμπολιτεύομαι, Lys. 9.21, IG42(1).59.12 (Epid., iii B.C., prob.), Epicur.Sent.38, etc.;θεοῖς καὶ ἀνθρώποις Phld.Piet.14
; μηδενί with no one, D.Prooem.21;μετὰ τῶν Ἀχαιῶν Plb.22.8.9
; οἱ συμπολιτευόμενοι one's fellow-citizens, Isoc.3.4, 12.29;ὁ δῆμος καὶ οἱ -πολιτευόμενοι Ῥωμαῖοι Supp.Epigr.6.646
(Adalia, i B.C.), cf. OGI143.6 (Cyprus, ii B.C.);σ. καὶ κοινωνεῖν πόλεως Arist.Pol. 1324a15
: metaph.,τὰ σύντροφα καὶ συμπολιτευόμενα ἀδικήματα Plu.Cat.Mi.47
.2 hold public office jointly with, IG42(1).642 (Epid.):—[voice] Med., c. dat., ib.5(1).551.6 (Sparta, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπολιτεύω
-
16 συντρέχω
A- δρᾰμοῦμαι X.An.7.6.6
: [tense] aor. 2 συνέδρᾰμον (v. infr.): [tense] pf.- δεδράμηκα PTeb.48.26
(ii B.C.):— run together so as to meet in battle, encounter,Πηνέλεως δὲ Λύκων τε συνέδραμον Il.16.335
; ξιφέεσσι ς. ib. 337; εἰς τὰς χεῖρας ς. Plb.2.33.5;σ. εἰς χεῖράς τινι Plu.Art.7
: metaph., εἰπὲ τῷ μόρῳ ξυντρέχει say with what death she has met, S.Tr. 880 (lyr.).2 assemble, gather together, Hdt.8.71;ἐς τὴν ὁδόν Id.2.121
.δ ; εἰς τὴν ἐκκλησίαν Lycurg.16
; run up to the rescue, Plu. Cam.27; συνδράμετε, Ῥωμαῖοι, Lat. concurrite, POxy.33 iii 8 (ii A.D.);συνδραμόντων πλειόνων καὶ ἐπιτιμώντων αὐτῷ PLond.1.106.19
(ii B.C.);ἐξέπεσον ἐκ τῆς ἰδίας, συνδραμόντων ἐπ' αὐτοὺς τῶν ὁμοεθνῶν, διὰ τὸ παρασπονδῆσαι τοὺς αὑτῶν οἰκείους Plb.2.7.6
; of clouds, gather, Hdt. 1.87; of liquids, κάθυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει is mingled with.., S.OC 160 (lyr.); πρὸς τὴν τῆς ἐκμυζήσεως συναίσθησιν πλεῖον ἐπὶ τοὺς τόπους συντρέχει [τὸ γάλα] Sor.1.77, cf. Gal.15.512; ὑπερθοῦ.. ἵνα καὶ τὰ κοῦφά σοι συνδράμῃ wait.. till your jars come in (accumulate), PFlor.134*.7 (iii A.D.);τῶν ἀργυρίων ὀφλόντων συνδραμεῖν PLips.64.13
(iv A.D.); ἔλεγεν.. συντρέχειν ἔτη πρὸς τὰ πή said the total amounted to 88 years, UPZ 162v32 (ii B.C.).3 concur, agree, ; συντρέχειν τοῖς κριταῖς concur in the choice of judges, X.Cyr.8.2.27;μηκέτι τῆς βουλήσεως συνδραμούσης Alex.Aphr.de An.73.2
.4 of lines, run together, meet,εἰς μίαν βάσιν E.Fr.382.12
: metaph.,δεῖ τινα τέσσαρα συνδραμεῖν εἰς οἴκου σύστασιν Arist.Fr. 182
;κατὰ τὴν πρόθεσιν αὐτῷ συντρεχόντων τῶν πραγμάτων Plb.3.43.11
.5 concur, coincide, of points of time, ; τοῦ.. χρόνου τὸ μῆκος αὐτὸ ς. exactly coincides, E.Or. 1215;εἰς ταὐτὸν τὸ δίκαιον ἅμα καὶ ὁ καιρὸς καὶ τὸ συμφέρον συνδεδράμηκεν D.17.9
, cf. Isoc.6.68; of symptoms, Sor.2.8; impers., συντρέχει εἰς ἓν τόδε there is a concurrence in this one point, E.Fr. 580; σ. τινί concur or coincide with, S.Tr. 295;συντρέχει τῇ γνώσει τὸ τερπνόν Epicur. Sent.Vat.27
(= Metrod.Fr.47); σ. τῇ διαβολῇ concur in, second, Luc. DMeretr.10.4, cf. Mitteis Chr.96.11 (iv A.D.);σ. βασιλῆϊ
vie with,AP
7.420 (Diotim.).6 run together, shrink up,μύες Hp.Fract.35
;τρίχες X.Cyn.10.17
, cf. Arist.GA 782b27;πλεκτάνη σ. εἰς ἑαυτήν Plu. 2.978d
; χιτῶνος ἐπανισταμένου καὶ.. εἰς ἑαυτὸν ς. (with the respiration) Gal.8.744; εἰς ἑαυτό, of a tumour, disappear on pressure, Aët.7.86; συντρέχοντος τοῦ δέρματος διὰ τὴν ἰδίαν μαλακότητα yielding, Antyll. or lleliod. ap. Orib.45.18.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντρέχω
-
17 ῥαμψός
-
18 ῥόμβος
A bull-roarer, instrument whirled round on the end of a string, used in the mysteries, , cf. Archyt.1, Theoc.2.30; as a boy's toy, AP6.309 (Leon.), Orph.Fr.31.29, Fr.34, M.Ant.5.36; defined as ξυλήφιον, οὗ ἐξῆπται τὸ σπαρτίον, καὶ ἐν ταῖς τελεταῖς ἐδονεῖτο, ἵνα ῥοιζῇ, Sch.Clem.Al.Protr.2.17.2, cf. Hsch.2 magic wheel, spun alternately in each direction by the torsion of two cords passed through two holes in it, used as a love-charm, Luc.DMeretr. 4.5; called ἴυγξ in Theoc.2.17, AP5.204; Lat. rhombus, Prop.2.28.35, Ov.Am.1.8.7.b τροχίσκος ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτως κτύπον ἀποτελοῦσι Sch.A.R.1.1134; ὦ ῥύμβε μαστίξας ἐμέ (dub. sens.) Eup.72.3 tambourine or kettle-drum, used in the worship of Rhea and of Dionysus, Ar.Fr. 303, Diog.Ath.1.3, A.R. 1.1139, AP6.165 (Phal.);ῥύμβος ξύλινος ἐπίχρυσος IG22.1456.49
, cf. 1517.207.4 membrum virile, PLond.1821.164.II whirling motion, as of a bull-roarer, ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον shooting forth whirling darts, Pi.O.13.94; αἰετοῦ ῥ. the eagle's swoop, Id.I.4(3).47(65);ῥ. τυπάνων Id.Dith.Oxy. 1604
Fr. 1 ii 9;ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Critias 19.2D.
; ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων, of the Sun, Orph.H. 8.7: metaph.,Νέμεσις καὶ ῥ. ἀλάστωρ IG14.1389i
i34 (perh. an Adj., = ῥεμβός).—The Gramm. hold ῥύμβος to be [dialect] Att., ῥόμβος Hellenic, Sch.Theoc.2.30, Ath.7.330b.B rhombus, lozenge, i.e. a four-sided figure with all the sides, but only the opposite angles, equal, Arist.Mech. 854b16, Euc.1 Def. 22.b ῥ. στερεός, a figure composed of two cones on opposite sides of the same base, Archim.Sph.Cyl.1.26, al.2 a species of fish, of which turbot and brill are varieties, so called from its rhomblike shape, Nausicr.2.13; Ῥωμαῖοι καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥ. Ath.7.330b, cf. ψῆττα. -
19 ῥύσιον
A surety, pledge.I property held or seized as a pledge or compensation, ῥύσι' ἐλαυνόμενος driving off his cattle in distraint, Il.11.674;ῥύσια δόντες Sol.11.3
(v.l. ῥύματα protection); μεῖζον ῥύσιον πόλει θήσεις· ἐφάψομαι γὰρ οὐ ταύταιν μόναιν, i.e. Oedipus shall himself be seized, not his daughters alone, as a pledge or surety to Thebes, S.OC 858; ἐπαγέτω ῥύτιον δέκα στατήρων shall impose a pledge of ten staters, SIG l.c.;ῥύσιον θεὶς τὸν παῖδα J.BJ1.14.1
; ῥύσια κατὰ τῶν πολεμίων ἄγων ib.1.19.2; ῥύσια τῶν χρημάτων καὶ τῶν παρ' ἐκείνοιςλῃστῶν ἐποιεῖτο Id.AJ16.9.2
; τῆς προθεσμίας παρελθούσης ῥύσια λαμβάνειν ib.16.10.8;ῥύσια καθέξοντες ἀνθ' ὧν.. ἀφείλοντο.. Ῥωμαῖοι χρημάτων D.H.5.33
.2 stolen property taken back as compensation for the theft,τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε A.Ag. 535
; ῥυσίων ἐφάπτορες laying hands on alleged stolen property, Id.Supp. 728, cf. 412.II reprisals, φόνον φόνου ῥύσιον τείσω suffer death as reprisals for death, S.Ph. 959; ῥύσια κατήγγειλαν τοῖς Ῥοδίοις proclaimed reprisals, Plb.4.53.2; κατὰ ῤῥύσιον by way of distraint or reprisals, IG12(2).15.19 (Mytil., iii B.C.); but κατὰ ῥύσιον prob. in search of persons to seize and hold to ransom, ib.12(5).653.11 (Syros, i B.C.).2 ῥύσια, τά, the right of reprisals,ᾐτοῦντο ῥύσια τοὺς Ἀ χαιοὺς οἱ Δήλιοι κατὰ τῶν Ἀθηναίων Plb.32.7.4
; ἀπέδωκε τοῖς αἰτουμένοις τὰ ῥ. κατὰ τῶν Βοιωτῶν granted the right of reprisals against.., Id.22.4.13.III ῥύσια, τά (cf. ῥύσιος), restitution, deliverance,Ἔπαφος ἀληθῶς ῥυσίων ἐπώνυμος A.Supp. 315
. -
20 κατοικέω
κατοικέω (s. four next entries) fut. κατοικήσω; 1 aor. κατῴκησα; pf. inf. κατῳκηκέναι (Just., D. 79, 2); aor. pass. subj. κατοικηθῶ LXX (s. οἰκέω; Soph., Hdt.+).① to live in a locality for any length of time, live, dwell, reside, settle (down) intr.ⓐ w. the place indicated by ἔν τινι (X., An. 5, 3, 7; IHierapJ 212 τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων; PMagd 25, 2 [221 B.C.]; PTebt 5, 180; Lev 23:42; Gen 14:12; Philo, Sobr. 68; Jos., Vi. 31; PMert 63, 9) Lk 13:4 v.l.; Ac 1:20 (cp. Ps 68:26); 2:5 v.l. (for εἰς s. below); 7:2, 4a, 48; 9:22; 11:29; 13:27; 17:24; Hb 11:9; Rv 13:12; B 11:4; IEph 6:2; Hs 3:1. Also used w. εἰς and acc. (Ps.-Callisth. 1, 38, 3 εἰς φθαρτὰ σώματα ἀθανάτων ὀνόματα κατοικεῖ; schol. on Soph., Trach. 39 p. 281 Papag.; B-D-F §205; Rob. 592f) Mt 2:23; 4:13; Ac 2:5; 7:4b. εἰς τὰ τείχη Hs 8, 7, 3. εἰς τὸν πύργον 8, 8, 5. εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἐρχόμενον Hs 4:2. ἐπὶ τῆς γῆς live on the earth Rv 3:10; 6:10; 8:13; 11:10ab; 13:8, 14ab; 14:6 v.l.; 17:8. ἐπὶ παντὸς προσώπου τῆς γῆς live on the whole earth Ac 17:26. ἐπὶ ξένης (i.e. χώρας) Hs 1:6. ποῦ, ὅπου Rv 2:13ab. Abs. (CB I/2, 461 nos. 294 and 295 οἱ κατοικοῦντες Ῥωμαῖοι) ὑπὸ πάντων τῶν (sc. ἐκεῖ) κατοικούντων Ἰουδαίων by all the Jews who live there Ac 22:12.ⓑ in relation to the possession of human beings by God, Christ, the Holy Spirit, and other transcendent beings, virtues, etc. (cp. Wsd 1:4; TestDan 5:1, TestJos 10:2f) ὁ θεὸς κ. ἐν ἡμῖν B 16:8. Of Christ Eph 3:17; cp. Hm 3:1. Of the Holy Spirit Hm 5, 2, 5; 10, 2, 5; Hs 5, 6, 5; ὁ κύριος ἐν τῇ μακροθυμίᾳ κ. m 5, 1, 3. ἐν αὐτῷ κ. πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος Col 2:9; cp. 1:19; ἐν οἷς δικαιοσύνη κ. 2 Pt 3:13 (cp. Is 32:16). ἡ μακροθυμία κατοικεῖ μετὰ τῶν τ. πίστιν ἐχόντων patience dwells with those who have faith Hm 5, 2, 3. Of spirit control or possession Mt 12:45; Lk 11:26 (κ. ἐκεῖ as Palaeph. 39 p. 44, 4).② to make something a habitation or dwelling by being there, inhabit τὶ someth. (Demosth., Ep. 4, 7 τ. Ἰνδικὴν χώραν; Ps.-Aristot., Mirabilia 136; SIG 557, 17 τ. Ἀσίαν; PMagd 9, 1 [III B.C.]; PTor 4, 8 [117 B.C.] τὴν αὐτὴν πόλιν; Gen 13:7; Ezk 25:16; Philo, Leg. All. 3, 2; Jos., Vi. 27 Δαμασκόν) Ἰερουσαλήμ Lk 13:4; Ac 1:19; 2:14; 4:16. Cp. 2:9 (cp. Diod S 18, 11, 2 Μεσσήνιοι καὶ οἱ τὴν Ἀκτὴν κατοικοῦντες); 9:32, 35; 19:10, 17. οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν the inhabitants of the earth Rv 12:12 v.l.; 17:2. κ. πόλεις (Hdt. 7, 164) Dg 5:2. οἰκίας πηλίνας 1 Cl 39:5 (Job 4:19). ὅλον τὸν κόσμον Hs 9, 17, 1. Of God ὁ κ. τὸν ναόν the One who dwells in the temple (cp. Jos., Bell. 5, 458f) Mt 23:21; cp. Js 4:5 v.l.—DELG s.v. οἶκος II C. M-M. TW.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Σάλιοι — Ρωμαίοι ιερείς, που ανήκαν σε ενιαία οργάνωση ή αδελφότητα, την οποία αποτελούσαν δυο δωδεκαμελείς ομάδες που λέγονταν σάλιοι παλατίνοι και σάλιοι κολλίνοι. Οι ιερείς αυτοί υπηρετούσαν την τριάδα Ζευς, Άρης και Κουϊρίνος. Φορούσαν πολεμική στολή… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Bezeichnungen für die Griechen — Seit dem 8. Jh. v. Chr. entstanden in Magna Graecia zahlreiche griechische Städte. Durch den Kontakt der Italiker mit diesen Siedlern, vermutlich Hellenen aus Graea, den Graeci, etablierte sich im Westen die Bezeichnung Griechen. Die… … Deutsch Wikipedia
Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά … Dictionary of Greek
Παλμύρα — Αρχαία πόλη στην ομώνυμη όαση της συριακής ερήμου. Το εμπόριο των καραβανιών δημιούργησε τον πλούτο της πόλης, η οποία τον 3o αι. μ.Χ. έπαιξε σημαντικότατο ρόλο εξαιτίας της πρόθεσης των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να καταλάβουν το έδαφος των Πάρθων για … Dictionary of Greek