Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥόπτρον

См. также в других словарях:

  • ῥόπτρον — the wood in a trap neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόπτρα — ῥόπτρον the wood in a trap neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόπτροις — ῥόπτρον the wood in a trap neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόπτρου — ῥόπτρον the wood in a trap neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόπτρων — ῥόπτρον the wood in a trap neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόπτρῳ — ῥόπτρον the wood in a trap neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρόπτρο — τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα τού σπιτιού για το χτύπημα τής εξώθυρας («νῡν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.) αρχ. 1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης… …   Dictionary of Greek

  • ρόπτον — τὸ, Α χειρουργικό τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπτρον, με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου ρ ] …   Dictionary of Greek

  • ῥόπτρωι — ῥόπτρῳ , ῥόπτρον the wood in a trap neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • u̯er-3: G. u̯er-p-, u̯r-ep- (*su̯erkʷh-) —     u̯er 3: G. u̯er p , u̯r ep (*su̯erkʷh )     English meaning: to turn, wind     Deutsche Übersetzung: “drehen, winden”     Material: O.Ind. várpas n. “artifice, Kunstgriff”, originally “* curvature, Winkelzug”; Gk. ῥάπτω (*Fραπι̯ω, *u̯r̥p )… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»