Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥεπτικός

См. также в других словарях:

  • ρεπτικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ρέπει, που κλείνει προς κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥεπτικόν η ροπή, η κλίση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το αμάρτυρο *ῥεπτός (< ῥέπω) που εμφανίζεται εν συνθέσει στο επίθ. ἄρρεπτος] …   Dictionary of Greek

  • ῥεπτικόν — ῥεπτικός inclining masc acc sg ῥεπτικός inclining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεπτικήν — ῥεπτικός inclining fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»