Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑτερο-ρρεπής

См. также в других словарях:

  • ισορρεπής — ἰσορρεπής, ές (ΑΜ) ισορροπημένος, λογικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ρρεπής (< ρέπω με διπλασιασμό τού αρκτικού ρ εν συνθέσει λόγω τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ετερο ρρεπής, οξυ ρρεπής] …   Dictionary of Greek

  • πολυρρεπής — ές, Μ αυτός που έχει μεγάλη κλίση ή επίδοση σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ρρεπής (< ῥέπω «γέρνω»), πρβλ. ετερο ρρεπής] …   Dictionary of Greek

  • ετερορρεπής — ές (ΑΜ ἑτερορρεπής, ές) αυτός που ρέπει, κλίνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής αρχ. 1. αυτός που κλίνει εξίσου προς το ένα ή το άλλο μέρος, ο αμερόληπτος, ο δίκαιος («Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»