Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥηγ-

См. также в других словарях:

  • κοινάτο — το συνεταιρισμός κτηνοτρόφων για τυροκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + κατάλ. άτο, πρβλ. συνδικ άτο, ρηγ άτο] …   Dictionary of Greek

  • ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… …   Dictionary of Greek

  • ρήκτης — ο / ῥήκτης, ΝΑ (για σεισμό) αυτός που επιφέρει στη γη ρήγματα νεοελλ. ρηκτική οβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ τού ῥήγνυμι* + επίθημα της. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ρήξη — η / ῥῆξις, ήξεως, ΝΑ, και αιολ. τ. Fρῆξις, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρηγνύω, σπάσιμο, διάσπαση, άνοιγμα 2. ιατρ. βίαιη διάσπαση τών ιστών («ῥῆξεις πλευμόνων», Φιλόδ.) 3. ρήγμα, χάσμα νεοελλ. 1. (νομ.) βίαιη διάνοιξη τής εισόδου… …   Dictionary of Greek

  • ρηγμίν — και ῥηγμίς, ῑνος, ή, Α 1. τόπος όπου προσκρούει και παλινδρομεί το κύμα, η ακτή («κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῑνα βαθεῑαν τύπτετε», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμῑνες τὰ ἀπορρήγματα τῆς πέτρας» 3. φρ. «ῥηγμὶν βίοιο» το τέλος τής ζωής, ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ρηγμός — και ῥηχμός, ὁ, Α 1. ρήγμα, χάσμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμίν». [ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ τού ῥήγνυμι + κατάλ. μός] …   Dictionary of Greek

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

  • τρηγαλέον — Α (κατά τον Ησύχ.) «διερρωγότα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε Fρηγαλέον (< θ. ῥηγ τού ῥήγνυμι*), πιθ. αντί ῥωγαλέος*] …   Dictionary of Greek

  • υσμίνη — ἡ, Α (επικ. τ.) αγώνας, μάχη («ὡς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑσμίνη μπορεί να αναχθεί στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *jeu dh με σημ. «κινούμαι έντονα, ζωηρά» και κατ επέκταση «πολεμώ» με την έννοια ότι η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»