Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ίστρα

См. также в других словарях:

  • λεμενταρίστρα — λεμενταρίστρα, ἡ (Μ) γκρινιάρα γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμεντάρομαι + κατάλ. ίστρα (πρβλ. κουν ίστρα, μανταρ ίστρα)] …   Dictionary of Greek

  • κουνίστρα — η 1. κούνια 2. γυναίκα που κουνά το σώμα της προκλητικά όταν περπατάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουνώ + κατάλ. ίστρα (πρβλ. μανταρ ίστρα)] …   Dictionary of Greek

  • μοιρολογίστρα — μοιρολογίστρια και μοιρολοΐστρα και μυρολογίστρι(ι)α, η (Μ μοιρολογίοτρια και μοιρολογίστρα και μοιριολογίστρια) γυναίκα που εκτελεί και συχνά συνθέτει τα μοιρολόγια, συνήθως με αμοιβή, αλλ. κλαύτρουσα και καταλογίστρια νεοελλ. μτφ. απαισιόδοξος …   Dictionary of Greek

  • τοξοβολίστρα — ἡ, Μ είδος καταπέλτη που εξακόντιζε πολλά βέλη συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξοβόλος + επίθημα ίστρα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. σφαιρ ίστρα] …   Dictionary of Greek

  • τσουλίστρα — η, Ν τσουλήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. ίστρα (< ρ. σε ίζώ), πρβλ. κουβαρ ίστρα] …   Dictionary of Greek

  • φυτίστρα — η, Ν το φυτώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + κατάλ. ίστρα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. ποτ ίστρα] …   Dictionary of Greek

  • χαροκοπίστρα — η, Ν 1. αυτή που τής αρέσει να διασκεδάζει, να γλεντά 2. παροιμ. «Κυριακή χαροκοπίστρα και Δευτέρα μουρμουρίστρα» δηλώνει ότι, όταν κάποιος γλεντά αλόγιστα και χωρίς μέτρο, την επομένη μετανιώνει, διότι έχει μείνει απένταρος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ακονιστής — ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) [ακονίζω] αυτός που ακονίζει με το ακόνι διάφορα όργανα, ο τροχιστής …   Dictionary of Greek

  • αλωνιστής — I ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) 1. αυτός που αλωνίζει και (γενικά) αυτός που εργάζεται στα αλώνια 2. (ως κύριο όνομα) ο Αλωνάρης, ο μήνας Ιούλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωνίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιστικός]. II ο [αλωνεύω] 1. ο αλωνιστής* 2. ο αλωνάρης, ο… …   Dictionary of Greek

  • αναθεματιστής — ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) 1. αυτός που αναθεματίζει, που καταριέται ή αφορίζει 2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) η αναθεματίστρα το αναθεματούρι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον οικονομολόγο Ιωάννη Σούτζο] …   Dictionary of Greek

  • κακίστρα — και κακίστρω, η γυναίκα δύστροπη, μοχθηρή και μνησίκακη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εμφατική μορφή θηλ. τού κακός και σχηματίζεται από τον τ. κακή + κατάλ. θηλ. ίστρα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»