-
1 σφαιροειδής
σφαιρο-ειδής, ές,A globular, spherical, Hp.Aër.14, Pl.Ti. 33b, 63a, Euc.Phaen.p.4 M., Chrysipp.Stoic.2.224, etc.; of the rounded end of a lance, X.An.5.4.12. Adv.- δῶς D.L.7.158
, etc.2 = σφαιρικός 1.2, Theo Sm.p.38 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιροειδής
-
2 σφαῖρα
Grammatical information: f.Meaning: `sphere, ball, balls in a boxing-glove, globe' (Od.).Compounds: Compp., e.g. σφαιρο-ειδής `spherical' (IA.), ἐπί-σφαιρα n. pl. `leather coating of boxing-balls, boxing-gloves', also of the cover of the point of a sword (Plb., Plu.).Derivatives: 1. σφαιρ-ηδόν `like a ball, sphere' (Ν 204 a. o.) 2. - ίον dimin. (Pl. Ep., hell. a. late). 3. - εύς m. des. of young men in Sparta (after the boxing-gloves; Paus., inscr.; Bosshardt 75). 4. - ικός (Archyt., Arist. etc.; Chantraine Études 131 f.), - ειος (Arist.-comm.) `spherical'. 5. - ῖτις κυπάρισσος (Gal.; after the form of the fruits?, cf. Redard 77); *-ίτης ( ἄρτος) in Lat. spaerīta m. kind of cake (Cato; Leumann Sprache 1, 206 = Kl. Schr. 173). 6. - ών, - ῶνος m. `round fishing-net' (Opp.), 7. - ίζω ( ἀντι-, δια-, συν-) `to play at ball' (Att.; φαιρίδδειν σφαιρίζειν H.) with - ισις (Arist.), - ισμός (Artem.), - ισμα (Eust.) `ball-game', - ιστής `ball-player', - ιστικός `belonging to a ball-game', - ιστήριον `ball-court, -house', - ίστρα `id.' (hell. a. late). 8. - όομαι, - όω ( ἀπο-, δια-, ἐν-) `to be round, to round off, to provide with a round edge' (X., Arist., hell. a. late) with - ωμα `rounded body' (Arist. a.o.), - ωσις `sphere-formation' (late), - ωτήρ, - ῆρος m. "rounded object", `knob, bulb or such' (Tab. Heracl., hell. pap.); s. Solmsen IF 31, 492ff.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like πεῖρα, σπεῖρα, μοῖρα a.o. (s. vv. w. lit.). -- No agreement outside Greek. If prop. referring to the quick movement of a ball, one could connect σφαῖρα to σπαίρω a. cognates; s. v. w. further lit. Attempts, to explains the variation σπ- σφαῖρα σφ-, in Hiersche Ten. aspiratae 196 f. [improbable] Cf. also σφῦρα, σφυρόν and σπύραθοι, σπυράδες [Pre-Greek]. -- From σφαῖρα Syr. êspērō, Aethiop. ṣpīr (Schwyzer 159 a. 161), Arm. sp`er̄ (from where Georg. spero; Bailey Trans. Phil. Soc. 1945, 28). On σφαῖρα in gen. s. Hommel Gymn. 56, 201 ff., S. Mendner Das Ballspiel im Leben der Völker (Münster 1956) 77ff. -- Connection with σπαίρω is improbable.Page in Frisk: 2,826-827Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφαῖρα
См. также в других словарях:
ζυγοειδής — ζυγοειδής, ές (Α) όμοιος με ζυγό («ζυγοειδῆ ὀστᾱ», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + είδης (< είδος), πρβλ. σφαιρο ειδής, ωο ειδής] … Dictionary of Greek
ηθμοειδής — ές (AM ἠθμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. ανατ. 1. «ηθμοειδές οστό» μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα τής βάσης τού κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
ηλεκτροειδής — ἠλεκτροειδής, ές (Α) αυτός που αναφέρεται στο ήλεκτρο, στο κεχριμπάρι, ή που μοιάζει με κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + ειδής (πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής)] … Dictionary of Greek
ηλιοειδής — ἡλιοειδής, ές (AM, Α και ἡλιώδης) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, αυτός που λάμπει και ακτινοβολεί όπως ο ήλιος. επίρρ... ἡλιοειδῶς (AM) λαμπρά όπως ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ειδης (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής] … Dictionary of Greek
ηλοειδής — ἡλοειδής, ές (Α) όμοιος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] … Dictionary of Greek
θηλοειδής — ές (Α θηλοειδής, ές) ανατ. αυτός που έχει σχήμα θηλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + ειδής (< είδος), πρβλ. αμφιβληστρο ειδής, σφαιρο ειδής] … Dictionary of Greek
θυροειδής — Ιατρικός όρος που αναφέρεται σε διάφορα ανατομικά στοιχεία που έχουν σχέση με το θ. τρήμα του ανώνυμου oστού. Το θ. τρήμα, που ονομάζεται επίσης ηβοϊσχιακό τρήμα, βρίσκεται στο κατώτερο μέρος του ανώνυμου οστού και πιο συγκεκριμένα ακριβώς κάτω… … Dictionary of Greek
ιξοειδής — ἰξοειδής, ές (Α) ιξώδης, κολλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + ειδής (< είδος), πρβλ. κολλο ειδής, σφαιρο ειδής] … Dictionary of Greek
καισαροειδής — καισαροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με καίσαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖσαρ + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] … Dictionary of Greek
καλαθοειδής — καλαθοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα καλαθιού, ο στενός στη βάση του. επίρρ... καλαθοειδῶς (Α) με σχήμα ή μορφή καλαθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] … Dictionary of Greek
καλυκοειδής — ές (Α καλυκοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κάλυκα ή ο όμοιος με κάλυκα νεοελλ. φρ. «καλυκοειδή ή λαγυνοειδή κύτταρα» κύτταρα, τα οποία μαζί με τα κυλινδρικά αποτελούν το επιθήλιο τού βλεννογόνου υμένα τού λεπτού εντέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ,… … Dictionary of Greek