Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐμπόδιος

См. также в других словарях:

  • ἐμπόδιος — at one s feet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπόδιον — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem acc sg ἐμπόδιος at one s feet neut nom/voc/acc sg ἐμποδέω as if fettered imperf ind act 3rd pl (doric) ἐμποδέω as if fettered imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδίοις — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem/neut dat pl ἐμποδέω as if fettered pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδίου — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδίους — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδίων — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem/neut gen pl ἐμποδέω as if fettered pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπόδια — ἐμπόδιος at one s feet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπόδιοι — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • блазньба — БЛАЗНЬБ|А (1*), Ы с. То же, что блазнъ1 во 2 знач.: и блазнъ ны бы(с) в (г)радѣ семь. хотѩщимъ ити аки блазнъ бываше. да оуже не вѣмъ что есть блазньба. вси бо корабленици поплоуша. а мы сде есмы. (ἐμπόδιος) СбТр к. XIV, 167 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έμποδος — ο(ς), ο(ν) (AM ἔμποδος, ον, Μ και ἔμποδος, ο[ς], ο[ν]) αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος* μσν. νεοελλ. (και τα τρία γένη ως ουσ.) ο έμποδος, η έμποδο(ς), το έμποδο(ν) εμπόδιο, δυσκολία, πρόσκομμα, κώλυμα (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς… …   Dictionary of Greek

  • εμπόδιο — και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, ον) μσν. νεοελλ. 1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια») 2. «δέσιμο», κατάδεσμος* («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»