-
1 φιαλίδιον
φῐᾰλ-ίδιον, τό, Dim. of φιάλη, Hero Spir.1.12:—also [suff] φῐᾰλ-ιον, τό, Eub.69, Arist.Mir. 832b26, IG7.303.58 (Orop.), 11(2).161B27, al. (Delos, iii B. C.), etc.; [suff] φῐᾰλ-ίς, ίδος, ἡ, Luc.Lex.7; [suff] φῐᾰλ-ίσκη, ἡ, [dialect] Dor. [suff] φῐᾰλ-ίσκα, Schwyzer182a8 (Gortyn, v/iv B. C.), Sch.Ar.Ra. 1403; [suff] φῐᾰλ-ίσκος, ὁ, prob. in BSA18.184 (Maced.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιαλίδιον
См. также в других словарях:
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek