-
1 χλαμυδίσκη
χλᾰμυδ-ίσκη, ἡ, in [dialect] Boeot. form [full] χλᾰμουδίσκα, = foreg. 1, Schwyzer 462B36 (Tanagra, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλαμυδίσκη
См. также в других словарях:
χλανιδίσκα — ἁ, Α χλανίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. τ. < χλανίς, ίδος «είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. ίσκα (πρβλ. χλαμουδ ίσκα /χλαμυδ ίσκη)] … Dictionary of Greek