-
1 κοτυλίσκιον
κοτύληanything hollow: neut nom /voc /acc sgκοτυλίσκιονlittle cup: neut nom /voc /acc sg -
2 κυλίσκη
κῠλ-ίσκη, ἡ, Dim. of κύλιξ, D.H.2.23, Poll.6.95, 10.66:—hence [var] Dim. [suff] κῠλ-ίσκιον, τό, Id.6.98, 10.66, cf. Ar.Ach. 459 codd. (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυλίσκη
-
3 ἀποκρούω
A beat off, drive away, from a place or person, X.HG5.3.22, AP11.351 (Pall.); ὕπνον, νόσον, Porph.Abst.1.27,53:—more freq. in [voice] Med., beat off from oneself,τὰς προσβολάς Hdt.4.200
, Th.2.4;αὐτοὺς ἐπιόντας Hdt.8.61
, etc.; generally, repel, opp. ἐπισπᾶσθαι, S.E. M.7.400; shake off, Plot.4.7.10, Hierocl. in CA19p.461M.;τινάς Jul. Or.2.67b
;ἀλληλοφαγίας τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23
; refute an opponent, D.H.Comp.25; κατηγορίαν Chor.in Rev.Phil.1.245:— [voice] Pass., to be beaten off, of an assault, Th.4.107, etc.;ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Id.8.100
, cf. X.HG6.4.5; ἀ. τῆς μηχανῆς dub. in Plb.21.28;τῆς Ἰβηρίας Plu.Sert.7
, etc.II knock off, IG3.1417.12:—[voice] Pass., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar.Ach. 459.III [voice] Pass., also, to be thrown from horseback, X. Eq.Mag.3.14; to be stranded,πρὸς χωρίον λιμνῶδες ἀπεκρούσθη Gal. 2.221
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκρούω
См. также в других словарях:
κοτυλίσκιον — κοτυλίσκιον, τὸ (Α) [κοτύλη] ο κοτυλίσκος* … Dictionary of Greek
κοτυλίσκιον — κοτύλη anything hollow neut nom/voc/acc sg κοτυλίσκιον little cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek