-
101 ἱστορία
ἱστορία, ἡ, das Erforschen, bes. durch Anschauung u. Betrachten, die Erkundigung, Untersuchung; oft Her., ἱστορίῃσι φάμενοι εἰδέναι παρ' αὐτοῦ τοῦ Μενέλεω 2, 118, ἱστορίῃσι ἔφασαν ἐπίστασϑαι 2, 119; Plut. Sol. 2 Cat. min. 12 u. a. Sp.; – das durch solche Nachforschung u. Untersuchung Erfahrene, Erkannte; Her. 2, 99 μέχρι μὲν τούτου ὄψις τε ἐμὴ καὶ γνώμη καὶ ἱστορίη ταῦτα λέγουσά ἐστι (Erzählung von dem Gesehenen, nach eigener Ansicht u. Beurtheilung), τὸ δὲ ἀπὸ τοῠδε Αἰγυπτίους ἔρχομαι λόγους ἐρέων κατὰ τὰ ἤκουον, letztere also ohne weitere Erforschung u. Untersuchung angenommen; so ἱστορίης ἀπόδεξις 1, 1, ές ἱστορίης λόγον 7, 96; die Wissenschaft, Plat. Phaedr. 244 c; τῆς σοφίας ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν Phaed. 96 a; ἡ ἱστορία ἡ περὶ τὰ ζῷα, Naturgeschichte der Thiere, Arist. de part. anim. 3, 14; die Geschichte, ἡ τῶν πράξεωνκαὶ τῶν βίων ἡλικιῶτις ἱστ. Plut. Pericl. 13; οἱ χρόνοι οἱ πίπτοντες ὑπὸ τὴν ἡμετέραν ἱστορίαν Pol. 4, 2, 6.
-
102 αιγίδα
[-ις (-ίδος)] η эгида (тж. перен.); защита, покровительство;υπό την αιγίδα — под эгидой, под защитой
-
103 διεύθυνση
[-ις (-εως)] η1) управление, руководство; заведование;η ορχήστρα υπό την διεύθ.... — оркестр под управлением...;
2) дирекция;правление, управление; ведомство;κεντρική διεύθυνση — главное управление;
3) администрация, начальство; руководство;4) направление, сторона; 5) адрес;γραφείο διεύθύνσεων — адресный стол
-
104 ελλοχεύω
1) устраивать засаду, подстерегать, выслеживать; 2) перен. крыться, таиться;ελλοχεύοντες κίνδυνοι — скрытая опасность;
υπό την φαινομενικήν γαλήνην ελλοχεύουν σοβαρώτατοι κίνδυνοι — под кажущимся спокойствием кроется очень серьёзная опасность
-
105 επίβλεψη
[-ις (-εως)] η наблюдение, надзор; присмотр;υπό την επίβλεψη ιατρού — под наблюдением врача;
αφήνω χωρίς επίβλεψη — оставлять без присмотра
-
106 κηδεμονία
η опека, попечение; покровительство;παίρνω υπό την κηδεμονία μου — брать под свою защиту, под своё покровительство
-
107 κομματική
-
108 οδηγία
η1) указание; совет; напутствие; 2) инструкция; директива;παραβιάζω τίς οδηγίες — нарушать инструкцию;
σύμφωνα με τίς οδηγίες — по инструкции, согласно инструкции;
3) предводительство, руководство;υπό την οδηγία — под водительством, под руководством
-
109 πίεση
[-ις (-εως)] η1) давление;ατμοσφαιρική πίεση — атмосферное давление;
πίεση αρτηριακή — или πίεση του αίματος — кровяное давление;
έχει μεγάλη πίεση — у него повышенное давление;
2) сжатие; прессование;3) перен. давление; нажим;εξασκώ ( — или ασκώ) πίεση σε κάποιον — оказывать на кого-л. давление;
υπό την πίεση — под нажимом
-
110 προεδρ(ε)ία
η1) председательство; президентство (тж. срок);υπό την προεδρ(ε)ία — под председательством;
2) резиденция главы государства;§ υπουργός προεδρ(ε)ίας — министр при премьер-министре
-
111 προεδρ(ε)ία
η1) председательство; президентство (тж. срок);υπό την προεδρ(ε)ία — под председательством;
2) резиденция главы государства;§ υπουργός προεδρ(ε)ίας — министр при премьер-министре
-
112 σκέπη
η1) кров, пристанище;κάτω από τη σκέπη — под кровом;
2) перен. покровительство, защита;υπό την σκέπην — под крылышком, под покровительством;
3) вуаль;4) анат. сальник -
113 στέγη
η1) крыша, кровля; 2) перен. дом, кров; приют;πατρική στέγη' — отчий дом;
πρόβλημα στέγης — жилищный вопрос;
είμαι χωρίς στέγη — не иметь пристанища, быть бездомным;
μένω χωρίς στέγη — оставаться без крова;
στερώ στέγης — лишать крова;
βρίσκω στέγη — находить приют, убежище;
υπό την αυτήν στέγην — под одной крышей
-
114 ὄψις
-εως + ἡ N 3 24-2-9-7-17=59 Gn 24,16; 26,7; 29,17; 39,6; 41,21outward appearance, aspect (of pers.) Gn 24,16; id. (of things) Lv 13,3; face (of pers.) Ct 2,14;ὑπὸ τὴν ὄψιν under the notice, under the eyes Est 8,12i, see also 2 Mc 3,36, 12,42Cf. BRUNSCHWIG 1973, 24-39; LE BOULLUEC 1989 136(Ex 10,5); WALTERS 1973 67(Nm 10,31) -
115 σκέπη
-ης + ἡ N 1 2-3-12-12-12=41 Gn 19,8; Ex 26,7; JgsA 5,8; 9,15; 1 Sm 25,20ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν δοκῶν under the shelter of my roof Gn 19,8Cf. LE BOULLUEC 1989 267.348; LLELEWYN 1994, 101; WEVERS 1990, 415 -
116 διαμφισβήτησις
A disputing, δ. ἔχει πότερον.. it admits of dispute whether.., Arist.Pol. 1256a14; διαμφισβητήσεις ἔχειν contain ambiguous points, of Solon's laws, Id.Ath.35.2; χώρα ὑπὸ τὴν δ. ἠγμένη disputed territory, SIG685.55 ([place name] Crete);δ. παρέξειν πότερον.. Plu.Tim.Praef.
: pl., Iamb.Myst.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμφισβήτησις
-
117 ζεύγλη
ζεύγλ-η, ἡ,A loop attached to the yoke ([etym.] ζυγόν), through which the beasts' heads were put,χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν Il.17.440
;ἔζευξα.. ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα A.Pr. 463
; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Hdt.1.31;βόας ζεύγλᾳ πέλασσεν Pi.P.4.227
; ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Luc.DMar.6.2. -
118 θέρειος
A of summer, in summer, αὐχμὸς θ. summer-drought, Emp.111.7;δρέπανον Orph.H. 40.11
; καρποί ib.18;θέρειος ὥρα Ael.NA2.25
.II θερεία, [dialect] Ion. - είη (sc. ὥρα), ἡ,= θέρος, summer-time, summer, Hdt.1.189, Arist. Mir. 841a25, Plb.5.1.3, al., PTeb.27.60 (ii B.C.), D.S.19.58 ([etym.] θερίᾳ) ; θερείης in summer, Nic.Fr.81; μεσούσης θ. D.H.1.63;ὑπὸ τὴν θερείαν D.S.3.24
: pl.,θερείαις Pi.I.2.41
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θέρειος
-
119 ἄρκτος
ἄρκτος, ἡ,A bear, esp. Ursus arctos, brown bear, Od.11.611, h.Merc. 223, h.Ven. 159, Hdt.4.191, etc.: the instances of the masc. are dub. (Arist.Col. 798a26 is inconclusive), the fem. being used even when both sexes are included, Id.HA 539b33.2 Ἄρκτος, ἡ, the constellation Ursa Major,Ἄρκτον θ', ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν Il.18.487
, Od.5.273, cf. Heraclit.120, E. Ion 1154, etc.;τὰ ὑπὸ τὴν Ἄ. ἀοίκητα Hdt.5.10
;Ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι S.Tr. 131
(lyr.);Ἄρκτου στροφάς τε καὶ Κυνὸς ψυχρὰν δύσιν Id.Fr.432.11
: in pl., the Greater and Lesser Bears, Arat.27; Ἄ. μικρά, μεγάλη, Str.2.5.35, 36, cf. Cic.ND2.41.105.3 the north,πρὸς ἄρκτον τετραμμένος Hdt. 1.148
, cf. E.El. 733 (lyr.), Aeschin.3.165, etc.;ἀπὸ ἄ. IG5(2).444.11
([place name] Megalopolis), al.: pl., Hp.Aër.5 and 19, Pl.Criti. 118b, etc.II ἄρκτος, ἡ, at Athens a girl appointed to the service of Artemis Brauronia or Ἀρχηγέτις, E. Hyps.Fr.57, Ar.Lys. 645.III a kind of crab, prob. Scyllarus arctus, Arist.HA 549b23, cf. Speus. ap. Ath.3.105b, Mnesim.4.45, Archestr.Fr.56.IV ἄρκτου δένδρον, = ἀκτῆ, Ps.-Dsc.4.173. (Cf. Skt. ṛk[snull ]as, Lat. ursus, etc.) -
120 διαυλωνίζω
δι-αυλωνίζω, ϑάλαττα δ. ὑπὸ τὴν γῆν, durch Kanäle od. Röhren; von einem Orte, der vom Winde durchweht wird
См. также в других словарях:
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek