-
1 εξασκώ
(ε) μετ.1) тренировать, упражнять;εξασκώ τη μνήμη (τη θέληση, το σώμα) μου — тренировать помять (волю, тело);
εξασκώ κάποιον σε... — упражнять кого-л. в чём-л.;
εξασκώ ζώα — дрессировать животных;
2) заниматься чём-л.; работать в какой-л. области;εξασκώ την ιατρική — заниматься врачебной практикой;
εξασκώ τό επάγγελμα τού δασκάλου — работать учителем;
3) выполнять, осуществлять;εξασκώ τα καθήκοντα μου — выполнять свои обязанности;
τα δικαιώματα μου — осуществлять свои права;4) оказывать (давление, влияние и т. п.);εξασκώ γοητεία — очаровывать
-
2 εξασκώ
[эксаско] ρ упражнять, тренировать. -
3 εξασκώ
practiseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εξασκώ
-
4 επίδραση
[-ις (-εως)] η влияние, воздействие, действие;ασκώ ( — или εξασκώ) επίδραση επί τίνος — оказывать влияние на кого-л.;
υφίσταμαι την επίδραση — поддаваться влиянию;
μέσο επίδρασης — средство воздействия
-
5 επιρροή
-
6 πίεση
[-ις (-εως)] η1) давление;ατμοσφαιρική πίεση — атмосферное давление;
πίεση αρτηριακή — или πίεση του αίματος — кровяное давление;
έχει μεγάλη πίεση — у него повышенное давление;
2) сжатие; прессование;3) перен. давление; нажим;εξασκώ ( — или ασκώ) πίεση σε κάποιον — оказывать на кого-л. давление;
υπό την πίεση — под нажимом
См. также в других словарях:
εξασκώ — εξασκώ, εξάσκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξασκώ — (AM ἐξασκῶ, έω) [ασκώ] μσν. νεοελλ. καλλιεργώ συστηματικά, ασχολούμαι αποδοτικά («εξασκώ την αρετή, τη νηστεία, την επιστήμη κ.λπ.») νεοελλ. 1. ασκώ πλήρως, εκγυμνάζω («εξασκώ τους νεοσυλλέκτους στη σκοποβολή») 2. ασχολούμαι επαγγελματικά… … Dictionary of Greek
εξασκώ — εξάσκησα, εξασκήθηκα, εξασκημένος, μτβ. 1. ασκώ κάτι τελείως, εκγυμνάζω, εκπαιδεύω, προπονώ: Εξασκώ το σώμα μου. 2. εφαρμόζω στην πράξη ό,τι έμαθα θεωρητικά, ασκώ κάτι ως επάγγελμα: Εξασκεί τη δικηγορία. 3. επιβάλλω, εφαρμόζω κάποια δύναμη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
εκπαιδεύω — (AM ἐκπαιδεύω) μορφώνω με τη διδασκαλία και την αγωγή, παρέχω γνώσεις, καλλιεργώ δεξιότητες και προσπαθώ να συμβάλλω στη διάπλαση τού χαρακτήρα τών μαθητών μσν. νεοελλ. εξασκώ στη στρατιωτική ζωή νεοελλ. εξασκώ με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό … Dictionary of Greek
συνεπασκώ — έω, Α εξασκώ κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπασκῶ «γυμνάζω για τον αγώνα, εξασκώ»] … Dictionary of Greek
απογυμνάζω — ἀπογυμνάζω (Α) εκγυμνάζω, εξασκώ … Dictionary of Greek
αποστρατεύω — (ΑΜ ἀποστρατεύομαι) παθ. απολύομαι από τις τάξεις του στρατού νεοελλ. 1. (για στρατιωτικούς) απολύω, απομακρύνω κάποιον από την ενεργό στρατιωτική υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, σωματικής ανικανότητας κ.λπ. 2. ( ομαι) παύω να εξασκώ το επάγγελμα… … Dictionary of Greek
ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… … Dictionary of Greek
διαπονώ — διαπονῶ, έω (Α) 1. εργάζομαι με κόπους, καλλιεργώ επιμελώς 2. αγωνίζομαι, μοχθώ 3. καταγίνομαι σε κάτι με ζήλο 4. εκγυμνάζω, εξασκώ 5. (για τη γη) καλλιεργώ 6. (για το σπίτι) διοικώ, κουμαντάρω … Dictionary of Greek
διασκώ — διασκῶ ( έω) (Α) 1. εξασκώ 2. καλλωπίζω, διακοσμώ … Dictionary of Greek