-
81 ἀνα-πνοή
ἀνα-πνοή, p. ἀμπ., ἡ, 1) das Aufathmen, Athemholen, στέρνων Pind. P. 3, 57; Plat. oft im Ggstz von ἐκπνοή, Tim. 79 e; ἀναπνοὴν λαβών 91 b; cf. Arist. περὶ ἀναπνοῆς; ἀμπνοὰς ἔχειν, leben, Soph. Ai. 412; ἕως τῆς ἐσχάτης ἀναπνοῆς, bis zum letzten Athemzuge, Pol. 3, 63; ὑπὸ τὴν ἀν., in einem Athem fort, 10, 47; τὴν ἀναπνοὴν ἀπολαβεῖν τινος, Einen ersticken, Plut. Rom. 27. – 2) das Zuathemkommen, Erholung, μόχϑων, von der Mühsal, Pind. Ol. 8, 7; καὶ ῥᾳστώνη Plat. Tim. 70 c; ἀναπνοὴν λαβεῖν Phaedr. 251 e; vgl. Pol. 1, 71; διδόναι Eur. Andr. 1138 u. sonst. – 3) Luft-, Zugloch, Plut. Acmil. 14.
-
82 αναλαμβάνω
(αόρ. ανέλαβα, ανέλαβον, παθ. αόρ. ανελήφθην) 1. μετ.1) поднимать, брать в руки (что-л.); 2) брать, принимать на себя (обязанности и т. п.);αναλαμβάνω κάποιον υπό την προστασία μου — брать кого-л. под своё покровительство;
3) приступать к чему-л.; браться за что-л.;αναλαμβάνω τα καθήκοντα μου — приступать к исполнению обязанностей;
τώρα πιά ανέλαβε αυτός την υπόθεση теперь уж он взялся за дело;4) взять обратно, вынуть (вклад и т. п.); 2. αμετ. 1) выздоравливать, поправляться; оправляться, приходить в себя; 2) оживляться (о рынке и т. п.);αναλαμβάνομαι — внезапно исчезать;
ανελήφθη он вдруг исчез -
83 αρχηγία
η1) лидерство; начальствование; воен, командование;υπό την αρχηγίαν — под командованием;
2) власть вождя, руководителя, начальника; -
84 σκιά
η1) тень;παχειά σκιά — густая тень;
σκισκιές των προγόνων — тени предков;
2) тенистое место;3) жив. тень;βάζω σκιά — класть тени;
4) тень, силуэт;πέρασε κάποια σκιά — промелькнула какая-то тень; — б) тень, призрак, привидение;
κατήντησε σκιά απ' την πείνα — он стал словно тень от голода;
6) мед. затемнение (в лёгких);§ φοβούμαι ( — или τρέμω) και τη σκιά μου — бояться собственной тени;
γίνομαι σκιά κάποιου — стать чьей-л. тенью, ходить как тень за кем-л.;
υπό την σκιάν — под сенью, под покровом;
μάχομαι περί όνου σκιας — спорить из-за пустяков
-
85 κροῦσις
A striking, smiting, collision, αἱ πρὸς ἀλλήλας κ., of atoms, Epicur.Nat.Herc.1431.16;ἡ πρὸς ἄλληλα κ. τῶν ὅπλων Plu. Aem.32
; ποδὸς κρούσει χρώμενος spurring with the heel, of a rider, Id.Alex.6.2 tapping or ringing of earthen vessels, to see whether they are sound: hence, generally, scrutiny, Suid.3 metaph., of sophistical attempts to deceive, chicanery, Ar.Nu. 318.4 playing on a stringed instrument, Plu.Per.15, 2.1137b, etc.: generally, instrumental music, Plb.30.22.5;κρούσεις καὶ μέλη Phld.Mus. p.13
K.; παρὰ τὴν κροῦσιν λέγειν, of the recitative, ᾄδειν, of the air sung to the accompaniment of instrumental music, Plu.2.1141a; κ. ἡ ὑπὸ τὴν ᾠδήν heterophone accompaniment, ib.b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροῦσις
-
86 ἀναπνοή
A recovery of breath, μόχθων ἀμπνοά rest from toils, Pi.O.8.7, cf. E.IT92, etc.; ἀμπνοὰν ἔστᾱσαν they recovered breath, took fresh courage, Pi.P.4.199; ἀ. διδόναι, παρέχειν, E.Andr. 1137, Pl.Ti. 70d; ; ἀναπνοὴν ἔχει.. εἰπεῖν has breath enough to say, Men.536.6.II respiration, breathing, Pi.P.3.57, Ar.Nu. 627, Pl.Ti. 33c, etc.; including εἰσπνοή and ἐκπνοή, Arist.Resp. 471a7; ἀμπνοὰς ἔχειν, = ἀναπνεῖν, breathe, live, S.Aj. 416;τὴν ἀ. ἀπολαβεῖν τινος
strangle,Plu.
Rom.27; ὑπὸ τὴν ἀ. in a breath, Plb.10.47.9.IV breathing organ, of the nose and mouth, D.S.2.12, Luc.Nigr.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπνοή
-
87 ἄχρι
I Adv. to the uttermost, τένοντε ;ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρις ἄραξε 16.324
, cf. 17.599.2 after Hom., before Preps.,ἄχρι εἰς Κοτύωρα X.An.5.5.4
;ἄ. ἐς ποταμόν Tab.Heracl.1.17
; ἄχρι πρὸς τὸν σκοπόν, πρὸς τὴν πόλιν, Luc.Nigr.36, Herm.24;ἄχρις ἐπ' ἄκνηστιν A.R.4.1403
;ἐπ' ὀστέον IG12(7).115.9
([place name] Amorgos);ἄχρι ἐπὶ πολὺ τῶν πλευρῶν Thphr.Char.19.3
;ἄχρις ἐς ἠῶ Q.S.6.177
;ἄχρι ὑπὸ τὴν πυγήν Luc.DMort.27.4
: less freq. after the Noun,ἐς τέλος ἄχρις Q.S.2.617
, cf. Nonn.D.5.153, etc.: rarely c. acc.,ἄχρι.. θρόνον ἦλθεν IG14.2012
(Sulp. Max.): with an Adv., ἄχρι πόρρω still farther, Luc.Am.12;ἄχρι δεῦρο S.E.M.8.401
.II Prep. with gen., even to, as far as,1 of Time, until, ἄχρι μάλα κνέφαος until deep in the night, Od.18.370;ἄχρι τῆς τήμερον ἡμέρας D.9.28
;ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ἄχρι τῆς τελευτῆς Id.18.179
;ἄχρι γήρως Apollod.Com.2
; ἄχρι δὲ τούτου until then, Sol.13.35;ἄχρι τοῦ νῦν Timostr.1
, Ep.Rom.8.22;ἄχρι νῦν Luc. Tim.39
, LXX Ge.44.28; continually,Plu.
Cic.6.2 of Space, as far as, even to,ἄχρι τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ Hdt.2.138
(who elsewh. has μέχρι); ἄ. τῆς ὁδοῦ IG12.893
;ἄ. τῆς πυλίδος SIG2587.25
;ἄ. τοῦ Πειραιῶς D.18.301
;ἔδακνεν ἄχρι τῆς καρδίας Com.Adesp.475
;ἄχρις ἥπατος Ti.Locr.101a
, cf. 100e;ἄχρι τῆς πόλεως D.H.2.43
;ἄ. τοῦ δεῦρο Gal.10.676
: after its case,ἰνίου ἄχρις Euph.41
.3 of Measure or Degree, ἄχρι τούτου up to this point, D.23.122;ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν X.Smp.4.37
;ἄχρι τοῦ θορυβῆσαι D.8.77
;ἄ. θανάτου Act.Ap. 22.4
; ἄχρι τῆς πρὸς τὸν πλησίον δοξοκοπίας Polystr.p.19 W.III as Conj., ἄχρι, ἄχρις with or without οὗ,1 of Time, until, so long as,ἄχρι οὗ ὅδε ὁ λόγος ἐγράφετο X.HG6.4.37
;ἄχρις ὅτου Epigr.Gr.314.24
([place name] Smyrna); ἄχρι οὗ ἄν or ἄχρι ἄν with Subj., ἄχρι ἂν σχολάσῃ till he should be at leisure, X.An.2.3.2;ἄχρις οὗ ἂν δοκέῃ Hp.Fist.3
;ἄχρις ἂν αἱ ἡμέραι παρέλθωσιν Id.Int.40
; ἄχρι ἂν ἔχῃ τὸ ἴδιον ἐντελές [ἡ ἱστορία] Luc.Hist.Conscr.9: withoutἄν, ἄχρις ῥεύσῃ Bion 1.47
; ἄχρι οὗ τελευτήσῃ (v.l. -σει) Hdt.1.117;ἄχρι οὗ ἐπιλάμψῃ Plu.Aem.17
; ἄχρι ἄν, c.inf., Epist.Mithr. in SIG741.37: c. inf. only,ἄχρις ἱκέσθαι ὀστέον Q.S.4.361
.2 of Space, so far as,διώξας, ἄχρι οὗ ἀσφαλὲς ᾤετο εἶναι X.Cyr.5.4.16
: c. subj.,αὐξάνεται εἰς μῆκος, ἄχρι οὗ δὴ ἐφίκηται τοῦ ἡλίου Thphr.HP5.1.8
; cf. μέχρι throughout. —[dialect] Ep. poets use ἄχρι or ἄχρις, as the metre requires: in [dialect] Ion. μέχρι is preferred (v. supr.): but ἄχρι, -ις are more common in Hom. than μέχρι: the only [dialect] Att. forms are ἄχρι, μέχρι, before both consonants and vowels, cf. Phryn.6, Moer.34; and so in [dialect] Att. Inscrr. (where it is somewhat less freq. than μέχρι): ἄχρι ἄν with hiatus in IG2.2729, Hegesipp.Com.1.26; but .—Never in Trag. (ἄχρι, = ṃṃ-χρι, cf. μέχρι.) -
88 ἑωθινός
A in the morning, early, ὁ ἥλιος ὁ ἑ. Hdt.3.104;ἑωθινὸς εἶδον στρατόν S.Fr. 502
; οὔσης.. ἐκκλησίας ἑ. Ar.Ach.20; ; τὸ ἑ., as Adv., early in the morning, Hdt. l. c., Hp. Aër. 6; ἐξ ἑωθινοῦ, = ἕωθεν, Ar.Th.2, Pl.Phdr. 228b, etc.;ἐξ ἑ. μέχρι δείλης X.HG1.1.5
; εὐθὺς ἐξ ἑ. Alex.257.4; περὶ τὴν ἑ. φυλακήν about the morning watch, Plb.3.67.2; ὑπὸ τὴν ἑ. (alone) ib.43.1, cf. LXX 1 Ma.5.30;ἑ. φυλακῆς Plu.Pomp.68
; προσειπεῖν τὸ ἑ. to wish one good morning, Luc.Laps.1, cf. Macho ap.Ath.13.580d (dub. l.); ἑ. δίκαι, prov. for business soon transacted, AB258.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑωθινός
-
89 ὑπωθέω
-
90 παρα-συλ-λέγομαι
παρα-συλ-λέγομαι (s. λέγω), sich daneben oder mit Andern versammeln, οἱ παρασυλλεγέντες ὑπὸ τὴν λεύκην, Andoc. 1, 133.
-
91 σκέπη
σκέπη, ἡ, wie σκέπας, Decke, Bedeckung, bedeckter Ort, Schutz, Schirm; ἔστι μοι σκέπη τοῠ νότου, ich habe Schutz gegen den Notus, Hippocr.; ἐν σκέπῃ τοῠ πολέμου, in Schutz oder Sicherheit vor dem Kriege, Her. 7, 152. 215; ἐν σκέπῃ τοῠ φό-βου, 1, 143, u. öfter; σκιὰν καὶ σκέπην παρέχειν, Plat. Tim. 76 d; Xen. Mem. 3, 10, 9; Sp., ἐν σκέπῃ τοῠ κινδύνου, τοῠ κρύους, Ael. H. A. 7, 6. 9, 57; – στείλας ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, unter den Schutz der Römer, Pol. 1, 16, 10.
-
92 ζεύγλη
ζεύγλη, ἡ, das Joch, bes. der Theil des ζυγόν, der den Nacken des Zugthieres umgiebt, dah. ein ζυγόν zwei ζεῠγλαι hat, Il. 19, 406; Pind. P. 4, 227; κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Aesch. Prom. 461; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Her. 1, 31; Sp. – Bei Eur. Hel. 1552, πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαϑίετο, ist es der Riemen, mit dem das Steuer festgebunden wurde.
-
93 μαργοσύνη
μαργοσύνη, ἡ, rasende Leidenschaft, bes. Geilheit, Schlemmerei, γαστρὶ χαριζόμενος πᾶσαν χάριν –, τῇ ϑ' ὑπὸ τὴν μιαρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ, Lucian. ep. 30 (IX, 367); An. Rh. 3, 796 u. öfter.
-
94 δι-αυλωνίζω
δι-αυλωνίζω, nach Suid. διὰ στενοῦ ῥεῖν; Arist. meteor. 2, 8 ϑάλαττα δ. ὑπὸ τὴν γῆν, durch Kanäle od. Röhren; bei Ath. V, 189 c von einem Orte, der vom Winde durchweht wird; vgl. Eust. 1483.
-
95 λεύκη
λεύκη, ἡ, 11 die Weißpappel, Ar. Nubb. 1007; dem Herakles heilig, Theocr. 2, 121; Theophr.; ϑιάσους ἐστεφανωμένους τῷ μαράϑῳ καὶ τῇ λεύκῃ Dem. 18, 260; nach Harpocr. bacchischer Brauch. Aber παρασυλλεγέντες ὑπὸ τὴν λεύκην Andoc. 1, 133, geht auf einen Ort in Athen, wo öffentliche Auctionen gehalten wurden. – 2) der weiße, fressende Aussatz; Her. 1, 138; Hippocr.; übh. weißer Fleck auf der Haut, καὶ ἄλφοι Plat. Tim. 85 a; Arist. gen. anim. 5, 4 u. öfter; Nic. Th. 333 u. a. Sp.
-
96 οὐράνιος
οὐράνιος, Sp., wie Luc. Dem. enc. 13 auch 2 Endgn, himmlisch, an, in, von dem Himmel; bes. ϑεοί, die im Himmel wohnen, H. h. Cer. 55; Θέμις, Ἀφροδίτη, Pind. frg. 6. 87 (wie Soph. El. 1053 u. Eur. Hipp. 59); auch οὐράνιαι allein, die Göttinnen, P. 2, 38; ἀστήρ, 3, 75; κίων, 1, 19; auch ὕδατα, Regen, Ol. 10, 2, wie Theophr. auch τὰ οὐράνια allein braucht; Aesch. unterscheidet Ag. 90 ϑεῶν τῶν τ' οὐρανίων τῶν τ' ἀγοραίων; auch οὐρανία γέννα, Prom. 164; οὐράνιος πόλος, 927; ἄστρα, 1051; αἰϑήρ, Soph. O. R. 866 (wie Eur. αἰϑέρα οὐράνιον, Hec. 1100); ἀστραπή, O. C. 1465, wo man des Metrums wegen οὐράνια ändert, was adverbialisch zu fassen, vom Himmel, wie etwa ἵππον οὐράνια βρέμοντα, Eur. Troad. 1159, s. aber unten; φῶς, Soph. Ant. 935, der οὐράνια καὶ χϑονοστιβῆ einander gegenübersetzt, O. R. 301; οὐρανίων μακάρων, Eur. Herc. Fur. 758; ϑεοί, El. 1235; u. in Prosa, οὐρανίη Ἀφροδίτη, Her. 4, 59; Plat. Conv. 181 c; ἄκραν ὑπὸ τὴν οὐρανίαν ἁψῖδα πορεύονται, Phaedr. 247 b; ϑεοί, Legg. VIII, 828 c u. öfter; οὐράνια σημεῖα, Himmels-, Lufterscheinungen, Xen. Cyr. 1, 6, 2; ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον, zum Himmel, Ar. Vesp. 1530. – Auch übertr., gewaltig, groß, den höchslmöglichen Grad einer Sache bezeichnend, ἀμβόασαν οὐράνι' ἄχη, Aesch. Pers. 565; vgl. B-A. 4, 20, ἀνεβόησεν οὐράνιον ὅσον, σημαίνει τὸ ὑπερβεβηκὸς καὶ μέχρι τοῦ οὐρανοῦ ἧκον; Soph. vrbdt Τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, οὐράνιον ἄχος, Ant. 414, nach den Alten Staubwolke, Andere fassen es in eigentlicher Bdtg, Himmelsleid; aber ἄταν οὐρανίαν φλέγων ist »gewaltig groß« Ai. 194; dah. Ar. Ran. 781. 1131 οὐράνιον ὅσον ἡμάρτηκα, wie ϑαυμαστὸν ὅσον.
-
97 αὖθαρ
αὖθαρ, ατος, τό (vgl. uber), das Guter; eigtl. von Thieren, z. B. Schaafen, οὔϑατα γὰρ σφαραγεῦντο, Od. 9, 440; Her. 4, 2 u. Sp., wie Plut., der de amor. prol. 3 sagt τῶν ἄλλων ζώων ὑπὸ τὴν γαστέρα τὰ οὔϑατα χαλᾷ τοὺς μαστούς, also Euter u. Zitzen unterscheidet. – Auch von Menschen, die Mutterbrust, Aesch. Ch. 525. – Uebertr., οὖϑαρ ἀρούρης, der fruchtbarste Theil des Acker- od. Saatlandes, Il. 9, 141. 283, h. Cer. 450.
-
98 ἀν-επί-στατος
ἀν-επί-στατος, nicht aufmerkend, unbedachtsam, Pol. 5, 34. – Adv., ἀνεπιστάτως παρῆλϑε, ging unbemerkt vorüber, 1, 4. 10, 40; unvorsichtig, 15, 21; aber αν. ὑπὸ τὴν ἀναπνοὴν πέντε στίχους συνείρειν, ohne innezuhalten, 10, 47; vgl. 11, 15.
-
99 ἀ-οίκητος
ἀ-οίκητος, unbewohnt, unbewohnbar, Her. καὶ ἔρημος Λιβύη 2, 34; τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα 5, 10; πόλις Plat. Legg. VI, 778 b; χώρα Isocr. 4, 148. Auch von Menschen, ohne Haus, Dem. 45, 70; Luc. Gall. 17; – ἀν-οίκητος ist im Her. u. sonst l. v., doch scheint sich das Digamma bei οἶκος lange erhalten zu haben.
-
100 ὄρφνη
ὄρφνη, ἡ (verwandt mit ὀρφνός), die Finsterniß, das Dunkel, bes. die Nacht; Theogn.; Pind., ἐν ὄρφνᾳ u. ἐν ὄρφναισιν, Ol. 1, 71 P. 1, 23; Eur. Rhes. 69 Herc. Fur. 46 u. öfter; auch die Unterwelt, γᾶς ἐνέρων τ' εἰς ὄρφναν, 352; Ar. Ran. 1328; auch Tim. Locr. 97 c; Xen. Lac. 5, 7; ὑπὸ τὴν ὄρφνην, in der Finsterniß, Pol. 18, 2, 7.
См. также в других словарях:
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek