Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὄσδω

См. также в других словарях:

  • όσδω — ὄσδω (Α) (αιολ. τ.) βλ. όζω …   Dictionary of Greek

  • ὄσδω — ὄζος bough masc nom/voc/acc dual (aeolic) ὄζος bough masc gen sg (doric aeolic) ὄζω smell pres subj act 1st sg (doric) ὄζω smell pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄσδῳ — ὄζος bough masc dat sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκόμηλο — (AM γλυκύμηλον, Α και γλυκύμαλον, αιολ. και δωρ. τ., Μ και γλυκόμηλον) ο καρπός τής γλυκομηλιάς (α. «έκαμν άνθη το πουρνό και γλυκόμηλα το βράδυ», Γ. Βιζυηνός β. «οἷον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ ὄσδῳ» κοκκινίζει σαν το γλυκόμηλο στην άκρη… …   Dictionary of Greek

  • ποτόσδω — και ποτόδδω Α (δωρ. τ.) προσόξω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὄσδω / ὄζω] …   Dictionary of Greek

  • όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»