Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σχοίνῳ

См. также в других словарях:

  • Σχοίνω — Σχοῖνος rush fem nom/voc/acc dual Σχοῖνος rush fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοίνω — σχοί̱νω , σχοῖνος rush masc nom/voc/acc dual σχοί̱νω , σχοῖνος rush masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σχοίνῳ — Σχοῖνος rush fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοίνῳ — σχοί̱νῳ , σχοῖνος rush masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιάζομαι — (Α) 1. αποσύρομαι, απομακρύνομαι, αποχωρώ («ἐκ ποταμοῑο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ. και για πράγματα) υποχωρώ (α. «ὁ δ ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφὶ δ ἄρα σφι λιάζετο κῡμα θαλάσσης», Ομ. Ιλ.) 3. (για φάντασμα)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»