-
1 Ήρης
-
2 Ἥρης
-
3 ήρης
ἐράω 1love: imperf ind act 2nd sg (doric)ἐράω 2pour forth: imperf ind act 2nd sg (doric)ἐρέωlove: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἤραfem gen sg (epic ionic) -
4 ἤρης
ἐράω 1love: imperf ind act 2nd sg (doric)ἐράω 2pour forth: imperf ind act 2nd sg (doric)ἐρέωlove: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἤραfem gen sg (epic ionic) -
5 ἀντ-ήρης
-
6 ὀλιγ-ήρης
-
7 πετρ-ήρης
-
8 πεντε-και-δεκ-ήρης
πεντε-και-δεκ-ήρης, ες, mit funfzehn Reihen, von Rudern; Plut. Demetr. 20. 43; Poll. 1, 83.
-
9 πεντηκοντ-ήρης
πεντηκοντ-ήρης, ες, mit funfzig Reihen von Ruderbänken versehen (?).
-
10 πεντ-ήρης
-
11 πεδι-ήρης
πεδι-ήρης, ες, aus Flächen bestehend, flächenreich, eben, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις δυςχίμους τε κελει ϑους, Aesch. Pers. 558.
-
12 πεδ-ήρης
πεδ-ήρης, ες, = ποδήρης, zw.
-
13 παν-ήρης
-
14 ποδ-ήρης
ποδ-ήρης, ες, bis auf die Füße reichend, sie berührend; πέπλοι ποδήρεις, Eur. Bacch. 831; χιτών, Xen. Cyr. 6, 4, 2; auch ἀσπίς, 6, 2, 10; Folgde; auch πώγων, Plut. ad. et am. discr. 9. – Bei Aesch. ist στύλος ποδήρης ὑψηλῆς στέγης ein hoher Pfeiler, Ag. 872, u. τὰ ποδήρη, neben χερῶν ἄκρους κτένας, ib. 1576, sind die Füße selbst. – Nach Hesych auch ein Schiff, das Ruder statt der Füße hat.
-
15 συν-ήρης
συν-ήρης, ες, zusammengefügt, gemeinschaftlich, δαῖτα συνήρεα Nic. Al. 512.
-
16 τρις-και-δεκ-ήρης
τρις-και-δεκ-ήρης, ες, mit dreizehn Ruderbänken versehen; Ath. V, 203 d; Plut. Demetr. 31.
-
17 τρι-ήρης
τρι-ήρης, gen. plur. τριηρέων Xen. Hell. 1, 4. 11, att. τριήρων. Thuc. 4, 26. 6. 46 u. A., eigtl. dreifach versehen ( ἄρω), ausgerüstet; gew. ἡ τριήρης, sc. ναῦς, ein Kriegsschiff mit drei Reihen von Ruderbänken über einander, ein Dreiruderer, eine Galeere, Ar. oft; Plat. Gorg. 469 e u. sonst; Xen. u. Folgde. Vgl. über die verschiedenen Arten Böckh ath. Staatsh. I p. 300. – Auch ein einem Schiffe ähnliches Trinkgefäß, s. Vors. Eur. Med. 139. – Von drei Stockwerken oder Geschossen, wie τριώροφος, Sp.
-
18 τριᾱκοντ-ήρης
τριᾱκοντ-ήρης, ες, dreißigruderig, ἡ τριακοντήρης, ein dreißigruderiges Kriegsschiff, Ath. V, 203 d.
-
19 ταχυ-ήρης
-
20 τεσσαρακοντ-ήρης
τεσσαρακοντ-ήρης, ες, vierzigruderig; Ath. V, 203 e; Plut. Demetr. 43.
См. также в других словарях:
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
ἤρης — ἐράω 1 love imperf ind act 2nd sg (doric) ἐράω 2 pour forth imperf ind act 2nd sg (doric) ἐρέω love imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἤρα fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἥρης — Ἥρα nine fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… … Dictionary of Greek
κατήρης — κατήρης, ῆρες (Α) 1. εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», Ευρ.) 2. (για πλοία) αυτός που έχει κουπιά («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», Ηρόδ.) 3. φρ. «ταρσός κατήρης» κουπί καλά προσαρμοσμένο (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Με… … Dictionary of Greek
ενήρης — ἐνήρης, ες (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών ή ένα μόνο ζεύγος («μὴ ναῡν ἑνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μή πόλιν ἔχοντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ήρης < ερέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυ ήρης, τρι ήρης κ.ά.] … Dictionary of Greek
κισσήρης — κισσήρης, ῆρες (Α) κισσηρεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχ ήρης, ποδ ήρης] … Dictionary of Greek
κλινήρης — ες (AM κλινήρης, ες, Μ και κλινάρης, ες) ξαπλωμένος στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, κατάκοιτος («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῡ βίου κλινήρης καὶ ἀκίνητος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ήρης (Ι) (<… … Dictionary of Greek
κωπήρης — ες (Α κωπήρης, ῆρες) αυτός που είναι εφοδιασμένος ή κινείται με κουπιά, κωπήλατος («ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που κρατά το κουπί («κωπήρης χείρ», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὁ κωπῆρες πλοίο που κινείται με κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
λειμωνήρης — λειμωνήρης, ες (Α) αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ήρης (πρβλ. αμαξ ήρης, κλιν ήρης)] … Dictionary of Greek
λευκήρης — λευκήρης, ες (Α) λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + επίθημα ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ ήρης, ποδ ήρης)] … Dictionary of Greek