Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀδωδή

См. также в других словарях:

  • οδωδή — ὀδωδή, ἡ (Α) οσμή, μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄδωδα τού ὄζω* (πρβλ. ὄπωπα: ὀπωπή)] …   Dictionary of Greek

  • ὀδωδῇ — ὀδωδή smell fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδωδή — smell fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδώδη — ὄζω smell plup ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ὄζω smell plup ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδώδῃ — ὄζω smell perf subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδωδῆς — ὀδωδή smell fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδωδήν — ὀδωδή smell fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδωδῶν — ὀδωδή smell fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκωχή — ὀκωχή, ἡ (Α) (αντί ὄχή*) στήριγμα, υποστήριξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ὀχή* με αναδιπλασιασμό (πρβλ. οδωδή, οπωπή)] …   Dictionary of Greek

  • οπωπή — ὀπωπή, ἡ (Α) 1. θέα, βλέμμα («ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» όπως είδες, Ομ. Οδ.) 2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση 3. η αίσθηση τής όρασης 4. ο βολβός τού οφθαλμού 5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»