Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὄζολις

См. также в других словарях:

  • Ὀζολίς — the Ozolae fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οζολίς — Η χώρα των αρχαίων Οζολών Λοκρών, γνωστή και με την ονομασία Δυτική ή Εσπερία Λοκρίς. Οι Οζόλες κατοικούσαν σε περιοχή που αρχίζει από την Κίρρα, επίνειο των Δελφών και φθάνει μέχρι τη Ναύπακτο. Η μεγαλύτερη πόλη τους ήταν η Άμφισσα, ενώ άλλες,… …   Dictionary of Greek

  • όζολις — Η χώρα των αρχαίων Οζολών Λοκρών, γνωστή και με την ονομασία Δυτική ή Εσπερία Λοκρίς. Οι Οζόλες κατοικούσαν σε περιοχή που αρχίζει από την Κίρρα, επίνειο των Δελφών και φθάνει μέχρι τη Ναύπακτο. Η μεγαλύτερη πόλη τους ήταν η Άμφισσα, ενώ άλλες,… …   Dictionary of Greek

  • ὄζολιν — ὄζολις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… …   Dictionary of Greek

  • κυνόζολον — κυνόζολον, τὸ (Α) 1. είδος φυτού το οποίο ονομάστηκε έτσι λόγω τής οσμής του, αλλ. χαμαιλέων ο μέλας 2. το φυτό δρακοντία η μικρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + όζολον (< ὀζολίς, ίδος «βότανο με χαρακτηριστική οσμή» < ὄζω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»