Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀζαίνομαι

См. также в других словарях:

  • οζαίνομαι — ὀζαίνομαι και οζαινούμαι, όομαι (Α) όζω, αποπνέω οσμή, καλή ή κακή, μυρίζω («ὀζαίνομαι σίτου», Σώφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ τού ὄζω «αναδίδω οσμή», κατά το ὀσφραίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»