-
41 ακμαιος
21) достигший расцвета, созревший, цветущий(ἥβη Aesch.; παρθένος Luc.; πῶλοι Aesch.)
ἀ. φύσιν Aesch. — в расцвете сил;ἀ. τέν ὀργήν Luc. — вспыльчивый;ἥ ἀκμαιοτάτη δύναμις Plut. — отборные войска;πνεύματος ἀκμαίου γέμων Plut. — исполненный юношеского пыла;ἀ. πρός τι Anth. — созревший для чего-л.2) своевременный, подходящий; благоприятный(καιρός Polyb.; ὁδός Anth.)
ὡς ἀ., εἰ βαίη, μόλοι! Soph. — если бы он пришел, как был бы кстати его приход! -
42 ακοπιαστος
-
43 αμηχανος
дор. ἀμάχᾰνος 21) бессильный, беспомощный, неспособный(ἀ. καὴ ἄτεχνος Plat.; ἀ. εἴς τι Eur.)
ἐγὼ σέο ἀ. Hom. — я не в силах помочь тебе;ἀ. τῇ πόλει Arph. — не умеющий быть полезным государству;ἀ. πρὸς τὸν βίον Arst. — неприспособленный к жизни;ἔφυν ἀ. ποιεῖν τι Soph. — я от природы не в состоянии сделать что-л.;2) непреодолимый, неотвратимый(συμφορά Eur.)
3) непроходимый(ὁδός Xen., Plut.)
4) неразрывный(δεσμά HH.)
5) неутолимый(ἄλγος Soph.)
6) неизлечимый, безнадежный(νόσοι Soph.)
7) непреклонный, несговорчивый, неуступчивый, своенравный(Ζεύς, Ἥρη, Ἀχιλλεύς Hom.)
ἀ. παραρρητοῖσι πιθέσθαι Hom. — не поддающийся (никаким) уговорам8) непоправимый(ἔργα Hom.; δόλος Hes.)
9) невозможный, неисполнимый(ἀμήχανον τελέσσαι Hom.)
ἀ. ἐκμαθεῖν Soph. — непостижимый10) неуловимый (в своем значении), непонятный(ὄνειρος Hom.)
11) невообразимый, невероятный, неописуемый, необычайный(μεγέθη, ἡδοναί Plat., Plut.)
ἀ. ὅσος Plat. — невероятно большой, необыкновенный -
44 αμφιαλος
2[ἅλς I]1) окруженный морем(Ἰθάκη Hom.; Λήμνου πέδον Soph.)
2) омываемый двумя морями, т.е. находящийся на перешейке (sc. ὁδός Xen.)ἀμφίαλοι Ποτειδᾶνος τεθμοί Pind. = Ἴσθμια
-
45 αναντης
-
46 ανεπιστημων
2, gen. ονος1) незнающий, несведущий(τινός и περί τινος Plat.)
τῶν ἀνεπιστημόνων ὅπῃ τράπωνται Thuc. — так как они не знали, куда повернуться;ἀ. ὁδὸς περί τινος Her. — невежественный способ объяснения чего-л.2) не умеющий, неопытный(χρῆσθαί τινι Xen.)
ναῦς ἀ. Thuc. — корабль с необученным экипажем -
47 ανω
I.aor. 2 conjct. к ἀνήμιII.I(только praes. и impf. ἦνον) доводить до конца, заканчивать, совершать, исполнять(ἔργον, ὁδόν Hom.)
νύξ ἄνεται Hom. — ночь близится к концу;πέμπτῳ ἔτεϊ ἀνομένῳ Her. — на исходе пятого года;οὐδὲν ἦνεν Eur. — он ничего не добился;ἄ. ἔς τι Arph. — стремиться к чему-л.II1) вверх, кверху(λᾶαν ὠθεῖν Hom.)
ἄ. τε καὴ κάτω στρέφειν Eur., Plat., Dem. (μεταβάλλεσθαι Plat. или ποιεῖν Dem.) — ставить все вверх дном, перевертывать2) вверх, вглубь (страны)(ἄ. ἰέναι Her.; ἥ ἄ. ὁδός Xen.)
3) вверху, наверхуἄ. ἐπὴ τῆς γῆς οἰκεῖν Plat. — жить на поверхности земли;τὰ ἄ. ἐν τοῖς ἔμπροσθεν, λόγοις Plat. — вышесказанное;οἱ ἄ. — живущие, находящиеся в живых;ἥ ἄ. πόλις Thuc. — возвышенная часть города;ἥ ἄ. βουλή Plut. = Ἄρειος πάγος;τὰ ἀνωτέρω τῶν ὄντων Arst. — высшие области бытия, т.е. первоначала;ἀρχαὴ πάντων κατὰ τὸ ἀνωτάτω Sext. филос. — наивысшие начала4) в глубине (страны)(τὰ ἄ. τῆς Ἀσίης Her.)
5) прежде, встарьοἱ ἄ. χρόνοι Dem., Diod., Luc. — былые времена;
οἱ ἄ. τοῦ γένους Plat. — люди прежних поколений;οὐ πολλοῖς ἀνώτερον χρόνοις Polyb. — во времена немного более отдаленные;οἱ ἄ. μητρός Plat. — предки по женской линииἄ. τῶν ἱππέων Xen. — выше всадников, т.е. за конным строем
-
48 αοινος
-
49 απανδοκευτος
-
50 απεραντος
21) беспредельный, бесконечный, нескончаемый(πεδίον Pind.; πόντου κλῄς Eur.; ἀήρ Arph.; ὁδός, ἀριθμός, χρόνος Plat.)
2) бесчисленный, несметный(πένθη, δεισιδαιμονίαι Plut.)
3) наглухо закрытый, безвыходный, безысходный(Τάρταρος, δίκτυον Aesch.)
ἐπειδέ δὲ ἀπέραντον ἦν Thuc. — так как исхода не было видно4) лог. не приводящий к окончательному заключению, тж. сомнительный(λόγοι Sext.)
-
51 απορευτος
-
52 απορος
21) непроходимый, труднопроходимый, непроезжий(ὁδός, ὄρη Xen.; ἄτραπος Plut.)
; непереходимый(ποταμός Xen.; πέλαγος Plat.)
2) не(пре)одолимый, непобедимый(ἄνεμος Her.; πάθη Soph.; φόβος Plat.)
3) неутолимый(ἀλγηδών Soph.)
4) неприступный5) трудный, затруднительный(ζήτησις Plat.)
6) недостижимый, недоступный(σωτηρία Plat.)
7) скудный, бедный(δίαιτα Plat.; βίος Plut.)
; неимущий(ἄνθρωποι Thuc.)
8) беспомощный, недоумевающий, затрудняющийся(τῇ γνώμῃ Thuc.)
ἄ. ἐπ΄ οὐδέν Soph. — не зная никаких трудностей;ἄποροι ὄντες ἔχειν τὰ ἐπιτήδεια Xen. — не зная, как им добыть продовольствие9) шаткий, неверный(ἐλπίδες Plut.)
-
53 Αππιος
-
54 αργαλεος
31) трудный, тяжелый(πρᾶγμα Arph.; ὁδός Plut.)
ἀ. ἀντιφέρεσθαι Hom. — с ним трудно бороться2) неприятный, тягостный, мучительный(ἄνεμοι, ἔρις Hom.; λύπη Hom., Arph.; ἀ. τέν ὄψιν Aeschin.)
-
55 ασπασιος
3 и 21) желанный, приятный, милый(οὐχ ἡδεῖα οὐδὲ ἀ. ὁδός Luc.)
Ἀχαιοῖς ἀσπασίη ἐπήλυθε νύξ Hom. — наступила желанная ахейцам ночь2) радующийся, довольный(ἀσπάσιοι ἐπέβαν Hom.)
-
56 ατριβης
-
57 αφιππος
-
58 αφοδος
ион. ἄποδος ἥ1) отход, отступление Xen.2) уход, отъезд Her., Xen.3) обратный путь, возвращение Her., Xen.4) отхожее место Arph.5) испражнение Arst.6) экскременты Arst. -
59 βραχυς
1) короткий, недлинный(ὁδός Pind., Plat., Plut.; αἰχμή Her.)
2) невысокий, низкий(τεῖχος Thuc.)
β. μορφάν Pind. — малорослый3) узкий, неглубокий(φάλαγξ Xen.; τάξις Polyb.)
4) короткий, недолгий(βίος Her.; χρόνος Aesch., Plat.; ἡμέρα Arst.)
ἐν βραχεῖ Plat. (ἐν βραχεϊ Her.) — вскоре, Pind., Xen. вкратце;διὰ βραχέων Plat. — в немногих словах:κατὰ βραχύ Plat. — вкратце, Thuc., Polyb. понемногу, мало-помалу5) грам. краткий(φωνῆεν Arst.)
6) мелкий, небольшой, незначительный(οὐσία Isae.; κέρδος Lys., Plat.; ἔργον Xen.; πλῆθος Arst.; ἀφορμή Polyb.)
7) немногочисленный, скудный(μέρη Plat.; ἱππεῖς Polyb.)
-
60 γνωσις
- εως ἥ1) познавание, познание Plat., Arst.2) знание(ἥ αἴσθησις γ. τίς, sc. ἐστιν Arst.)
3) наука(ἥ φθσικέ γ. Arst.)
4) узнаваниеτέν γνῶσίν τινος ἀπιστεῖσθαι Thuc. — не узнавать кого-л.
5) юр. расследование, дознание, следствие6) (личное) знакомство(πρός τινα Aeschin.)
7) отчетливость, ясностьἐναργεστέραν τέν γνῶσιν ἔχειν Plat. — быть более известным, знакомым
8) известность, слава(ἥ ἐς γνῶσιν ὁδός Luc.)
9) распоряжение, указ(αἱ τοῦ ἄρχοντος γνώσεις Luc.)
10) филос. поздн. гносис, гностическая философия
См. также в других словарях:
ὁδός — 1 way masc nom sg ὁδός 2 way fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀδός — οὐδός 1 threshold masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… … Dictionary of Greek
Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Αιμιλία οδός — (Via Aemilia). Μεγάλος δρόμος της Ιταλίας στην αρχαιότητα, που ξεκινούσε από την Πλακεντία και έφτανε έως το Αρμίνιο, όπου ενωνόταν με τη Φλαμινία οδό, που οδηγούσε στη Ρώμη. Η κατασκευή της τελείωσε το 187 π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον… … Dictionary of Greek
ὁδοῖν — ὁδός 1 way masc gen/dat dual ὁδός 2 way fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)