-
1 ακοπιαστος
-
2 ακόπιαστος
См. также в других словарях:
ακοπίαστος — ακοπίαστος, η, ο και ακόπιαστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αποφεύγει τον κόπο, ο φυγόπονος: Σ όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος ακοπίαστος. 2. αυτός που κερδίζεται χωρίς κόπο: Κερδίζει ακόπιαστα το ψωμί του. 3. αυτός που δεν καταβάλλεται από τον κόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκοπίαστος — not wearying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοπίαστος — η, ο (Α ἀκοπίαστος, ον) και ακόπιαστος η, ο 1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, που δεν προξενεί κόπο «ακόπιαστη δουλειά» «ἀκοπίαστος ὁδὸς» (Αριστοτ.) 2. εκείνος που αντέχει στους κόπους, ο ακαταπόνητος «ακοπίαστος άνθρωπος» «ἀκοπίαστον φῶς ἡλίου»… … Dictionary of Greek
ἀκοπιάστως — ἀκοπίαστος not wearying adverbial ἀκοπίαστος not wearying masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοπίαστον — ἀκοπίαστος not wearying masc/fem acc sg ἀκοπίαστος not wearying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοπιάστου — ἀκοπίαστος not wearying masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοπιάστῳ — ἀκοπίαστος not wearying masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοπίαστα — ἀκοπίαστος not wearying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοπίαστοι — ἀκοπίαστος not wearying masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοπίατος — ἀκοπίατος, ον (Α) ο ακοπίαστος … Dictionary of Greek
άκοπος — I (από το στερητ. α και κόπος), ακοπίαστος (βλ. λ.). II άκοπος, η, ο και άκοφτος, η, ο (από το στερητ. α και κόβω), αυτός που δεν είναι κομμένος: Τα φύλλα του βιβλίου είναι άκοπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)