Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνεπιστήμων

См. также в других словарях:

  • ανεπιστήμων — ἀνεπιστήμων, ον (Α) 1. αμαθής, άπειρος, αδαής 2. ο χωρίς επιστημονική μόρφωση 3. (για μέλος του σώματος) ανάσκητος, αγύμναστος …   Dictionary of Greek

  • ἀνεπιστήμων — ignorant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστῆμον — ἀνεπιστήμων ignorant masc/fem voc sg ἀνεπιστήμων ignorant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστήμονα — ἀνεπιστήμων ignorant neut nom/voc/acc pl ἀνεπιστήμων ignorant masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστημονεστέρη — ἀνεπιστήμων ignorant fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστημόνων — ἀνεπιστήμων ignorant gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστημόνως — ἀνεπιστήμων ignorant adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστήμονας — ἀνεπιστήμων ignorant masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστήμονες — ἀνεπιστήμων ignorant masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστήμονι — ἀνεπιστήμων ignorant dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστήμονος — ἀνεπιστήμων ignorant gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»