-
1 ανεπιστημων
2, gen. ονος1) незнающий, несведущий(τινός и περί τινος Plat.)
τῶν ἀνεπιστημόνων ὅπῃ τράπωνται Thuc. — так как они не знали, куда повернуться;ἀ. ὁδὸς περί τινος Her. — невежественный способ объяснения чего-л.2) не умеющий, неопытный(χρῆσθαί τινι Xen.)
ναῦς ἀ. Thuc. — корабль с необученным экипажем -
2 ανεπιστήμων
ων, ον1) не имеющий достаточных научных знаний; 2) безграмотный, невежественный
См. также в других словарях:
ανεπιστήμων — ἀνεπιστήμων, ον (Α) 1. αμαθής, άπειρος, αδαής 2. ο χωρίς επιστημονική μόρφωση 3. (για μέλος του σώματος) ανάσκητος, αγύμναστος … Dictionary of Greek
ἀνεπιστήμων — ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστῆμον — ἀνεπιστήμων ignorant masc/fem voc sg ἀνεπιστήμων ignorant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστήμονα — ἀνεπιστήμων ignorant neut nom/voc/acc pl ἀνεπιστήμων ignorant masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστημονεστέρη — ἀνεπιστήμων ignorant fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστημόνων — ἀνεπιστήμων ignorant gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστημόνως — ἀνεπιστήμων ignorant adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστήμονας — ἀνεπιστήμων ignorant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστήμονες — ἀνεπιστήμων ignorant masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστήμονι — ἀνεπιστήμων ignorant dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστήμονος — ἀνεπιστήμων ignorant gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)