Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄοινος

См. также в других словарях:

  • ἄοινος — without wine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άοινος — Όρος που χρησιμοποιείται στην ιατρική για να χαρακτηρίσει π.χ. τη δίαιτα στην οποία απαγορεύεται κάθε είδος οινοπνεύματος. Επειδή η απαγόρευση αφορούσε κυρίως τον οίνο, ονομάστηκε ά. * * * ἄοινος, ον (Α) 1. ο χωρίς κρασί 2. φρ. «ἄοινοι χοαί»… …   Dictionary of Greek

  • ἄοινον — ἄοινος without wine masc/fem acc sg ἄοινος without wine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοίνοις — ἄοινος without wine masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοίνου — ἄοινος without wine masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοίνους — ἄοινος without wine masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄοινα — ἄοινος without wine neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄοινοι — ἄοινος without wine masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοινοτέρα — ἀοινοτέρᾱ , ἄοινος without wine fem nom/voc/acc comp dual ἀοινοτέρᾱ , ἄοινος without wine fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνοινος — ἄνοινος, ον (Α) ο άοινος* …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»