Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνῶ

См. также в других словарях:

  • .άνω — ἄνω , ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω , ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .ανῶ. — ἀνῶ , ἀνίημι send up aor subj act 1st sg ἀνῶ , ἀνίημι send up aor subj act 1st sg ἐνῶ , ἐνίημι send in aor subj act 1st sg ἐνῶ , ἐνίημι send in aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἄνω — ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνω — (συνηθέστ. πάνω ή πάνου), επίρρ. τοπικό· στη φρ. «Μ έκανε άνω κάτω» και «Έγινα άνω κάτω» με αναστάτωσε, με σύγχυσε ή αναστατώθηκα, συγχύστηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Πεδινά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 202 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στις βόρειες απολήξεις του Μιτσικελίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Η μονή Ευαγγελίστριας στα Άνω Πεδινά της Δωδώνης. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Βιάννος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 818 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στις νοτιοδυτικές πλαγιές της κορυφής της Δίκτης, Αφέντης Χριστός. Αποτελεί έδρα του δήμου Βιάννου. Παράγει εκλεκτό μέλι και έχει και μικρή… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Βόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 529 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωλκού. Παραδοσιακό κτίσμα στον Άνω Βόλο, στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Μαγνησίας …   Dictionary of Greek

  • άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Κουρούνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 143 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών. Ο οικισμός Άνω Κουρούνι της Εύβοιας …   Dictionary of Greek

  • Άνω Λιόσια — Πόλη (υψόμ. 160 μ., 26.423 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος Άνω Λιοσίων, παρά τα διάφορα προβλήματα, βρίσκεται σε συνεχή ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»