-
101 εὐρύς
εὐρύς, εὐρεῖα, εὐρύ, [dialect] Ion. fem. εὐρέᾰ (not εὐρέη) Hdt.1.178, cf. Theoc. 7.78; [dialect] Aeol. fem.Aεὔρηα Alc.Supp.12.5
: gen. εὐρέος, είας, έος: acc. sg. εὐρύν, (in Hom.) sts. εὐρέᾰ (v. infr.): gen. εὐρέος as fem., Asius 13, Opp.C.3.323: so nom. pl.εὐρέες AP9.413
(Antiphil.):—wide, broad,οὐρανὸν εὐρύν Il.3.364
, al.;εὐρεῖα χθών 4.182
, al.;εὐρέα πόντον 6.291
;εὐρέα κόλπον 18.140
, al.;εὐ. σχεδίη Od.5.163
;ὦμοι Il.3.210
, Od.18.68,al. ([comp] Comp. );μετάφρενον 10.29
;σάκος 11.527
;τεῖχος 12.5
;ὁδὸς εὐρυτέρη 23.427
; εὐρὺν ἀγῶνα (v. ἀγών) ; κατά, ἀνά, μετὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν, 1.229, 384, 478: freq. in [dialect] Ep. and Lyr., rare in Trag. (exc. in lyr.); in iambic trimeters, E.Fr. 921;ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ στενόν Ar. Eq. 720
; not common in Prose (never in Papyri),εὐ. τάφρος Hdt.1.178
; κόθορνοι εὐρύτατοι loose boots, Id.6.125;οἰκίαι X.An.4.5.25
; ; φλέβες εὐρύτεραι, opp. λεπτότεραι, Diog.Apoll.6, cf. Pl.Ti. 66d;πόροι Thphr.CP3.11.2
;κατὰ στενότερα καὶ εὐρύτερα Pl.Phd. 111d
. -
102 εὐχέρεια
εὐχέρ-εια, ἡ,A tolerance of or indifference to evil,μὴ ἡμῖν πολλὴν εὐχέρειαν ἐντίκτωσι τοῖς νέοις πονηρίας Pl.R. 392a
; licentiousness, A. Eu. 494 (lyr.); ἡ τῆς πράξεως εὐ. Aeschin.1.124; unscrupulous conduct, ἡ πρὸς τὸν δῆμον εὐ. Plu. Demetr.11; looseness, περὶ τὰς γυναῖκας, περὶ τοὺς ὅρκους, Id.Lyc.15, Lys.8; recklessness,πρὸς τὸν ὅρκον εὐ. καὶ ταχύτης Id.2.271c
; hastiness, Ph.2.276;πρὸς ὀργήν Luc. Prom.9
; of a historian, irresponsibility,εὐ. καὶ τόλμα καὶ ῥᾳδιουργία Plb.12.25e
.2, cf. 16.18.3; εἰκαιότης καὶ εὐ. Ph.1.193; of an artist, uncritical facility,ἐν τῷ ποιεῖν εὐ. καὶ ταχύτης Plu.Per.13
.II indifference to danger or hardship: hence, coolness, fortitude, ἀνδρεία καὶ εὐ. (ironical) Pl.R. 426d; εὐκολία καὶ εὐ. Id.Lg. 942d, cf. Alc.1.122c;περὶ τὰς κυνηγίας εὐ. καὶ τόλμα Plb.22.3.8
; cf. εὐχειρία.III ease, agreeableness,κατὰ τὴν προφοράν Phld.Po. 994
.; comfort, (Egypt, ii B.C.); περὶ τὰς δυστοκίας τῶν γυναικῶν τῇ εὐχερείᾳ.. βοηθεῖν to minister to the comfort (or promote the fortitude) of women.., Arist. HA 587a11 (cf.εὐχερής 11
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχέρεια
-
103 εὔζωνος
2 later, of men, girt up for exercise, active,μῆκος δ' ὁδοῦ εὐζώνῳ ἀνδρὶ πέντε ἡμέραι ἀναισιμοῦνται Hdt.1.72
; τριήκοντα ἡμερέων εὐζώνῳ ὁδός ib. 104, cf. 2.34, Th.2.97; of light troops, X.An.5.4.23, Plb.3.35.7, Plu.Demetr. 9; of ὁπλῖται without their heavy shields, X.An.7.3.46: generally, well-equipped, LXX Jo.4.13; alsoεὔ. τῇ κεφαλῇ πυκτεύειν Philostr.Im. 2.19
; later, of ships, Max.Tyr.1.3. Adv. - νως Alciphr.3.55.3 of a garment, well-girded, dub. in S.Fr. 342.4 metaph., unencumbered,πενία Plu.Pel.3
;εὔ. καὶ ἐλεύθερος βίος D.C.56.6
.5 in Lit. Crit., work-a-day, unpretending; in depreciatory sense, cheap,τὸ εὔ. καὶ οἷον εὐτελὲς εἶδος τοῦ λόγου Hermog.Id.2.10
; τὸ εὔ. χωρὶς εὐτελείας ib.1.11; ἐκπίπτειν τὸν λόγον εἰς τὸ -ότερον ib. 1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔζωνος
-
104 εὔοδος
εὔοδ-ος, ον,A easy to pass, of mountains, X.An.4.8.10; of a road, easy to travel, ὁδὸς.. εὐοδωτάτη τοῖς ὑποζυγίοις ib.4.2.9;οὐκ εὔοδα ἔσται ὑμῖν LXX Nu.14.41
. Adv. - όδως, πορεύεσθαι ib. Pr.24.64 (30.29).2 metaph., free from difficulty, simple, Epicur.Fr.18, Ptol. Alm.1.2 ([comp] Comp.). Adv. simply, readily,νοεῖσθαι Phld.D.3.11
: [comp] Sup. - ώτατα, τῷ τῆς ἀνδρείας ὀνόματι προσαγορεύεσθαι ib.Fr.81.3 favourable, πρός τι Mnesith. ap. Ath.3.92c; ὁ εὔοδος θεός, of Pan, CIG 4705b, cf. OGI38 (Egypt, iii B. C.), al., Epigr.Gr.826, etc. -
105 εὔπορος
εὔπορ-ος, ον,A easy to pass or travel through, ἄτης.. πέλαγος οὐ μάλ' εὔ. A.Supp. 470; ; τὰ εὔ. open ground, X.Eq.Mag.4.4;εὔπορον ἦν διιέναι Th.4.78
, cf. X.An.3.5.17; εὔ. ποιεῖν τὰ ὦτα to open one's ears, Luc.Lex.1; μήτρα lax, Sor.1.34.2 easily got, easily done, easy,τὰ μέγιστα.. σφι εὔπορά ἐστι Hdt.4.59
;πολλά τοι θεὸς κἀκ τῶν ἀέλπτων εὔπορ' ἀνθρώποις τελεῖ E.Fr. 100
; παρ' ἐμοῦ δ' ἔστιν ταῦτα εὔ. Ar.Pl. 532, cf. Pl. R. 404c;φιλία.. εὔ. εἴη Ar.Lys. 1266
;τὴν κατὰ θάλασσαν ἔφοδον -ωτέραν Th.1.93
;πλεῖστον.. μέλι καὶ -ώτατον Pl.R. 564e
; τὸ εὔ., = εὐπορία, εὑρίσκειν τὸ εὔ. Hp.Art.78;διὰ τὸ εὔ. τῆς ἐλπίδος Th.8.48
; εὔπορόν ἐστι it is easy, c. inf., X.An.3.5.17, D.3.18, etc.; ἐν εὐπόρῳ κεῖται c. inf., Str.10.3.8: [comp] Comp. - ώτερον Pl.R. 404c.2 of persons, full of resources or devices, ingenious, inventive, opp. ἄπορος, E.Fr. 430 ([comp] Sup.);εἰ οὖν τις.. -ώτερος ἐμοῦ Pl.Phd. 86d
;εὔ. ἐν τοῖς ἀπόροις Alex.234.5
; -ώτεροι πρὸς ἅπαν ἔργον Pl.Prt. 348d
: c. inf.,χρήματα πορίζειν -ώτατον γυνή Ar.Ec. 236
;ἐς τὴν δίαιταν -ώτατοι Id.V. 1112
.III well-provided with, rich in,πόλιν τοῖς πᾶσιν -ωτάτην Th.2.64
;τὰ περὶ τὸν βίον -ώτεροι Isoc.8.19
; τίς -ώτερος χρημάτων; D.Chr.3.132: abs., fertile,γῆ Poll.1.186
; well-furnished,πράγματ' -ώτερα D.19.89
; well off, wealthy, οἱ εὔ. Id.1.28, etc.; opp. οἱ ἄποροι, Arist.Pol. 1279b8, etc.; persons of substance, capable of bearing taxation, SIG344.115 ([comp] Sup., Teos, iv B.C.);εὔ. καὶ ἐπιτήδειος POxy.1187.11
(iii A.D.), etc.2 in abundance,εὐ. ἔχειν πάντα Th.8.36
; οὐκ εὐ. ἔχω I don't feel well, Luc.Lex.2 codd. ( εὐφ- Cobet).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπορος
-
106 ζῳδιακός
A of or for ζῴδια, ζῳδιακός (with or without κύκλος), ὁ, the Zodiac, Eudem. ap. Theo Sm.p.198H., Phld.Mus.p.100 K., Cleom.1.4, al., D.S.2.31, etc.; also ἡ ζῳδιακή (sc. ὁδός) Man.4.168. Adv. , Vett.Val.22.12, PMich.in Class.Phil. 22.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζῳδιακός
-
107 θαλυσιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλυσιάς
-
108 θαμυρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαμυρός
-
109 θαυμάσιος
A wonderful, marvellous, ; (nisi neut. pl.); [ὁδὸς] θωμασιωτέρη Hdt.2.21
; θωμάσια wonders, marvels, ib.35: [comp] Sup.- ώτατα Id.6.47
;θαυμάσια ἐργάζεσθαι Pl.Smp. 220a
; ἧττον θαυμαστά, καίπερ ὄντα θαυμάσια less admired, though admirable, Plu.2.974d: c. inf.,τέρας θ. προσιδέσθαι Pi.P.1.26
; οὐ θ. [ἐστι] c. inf., Ar.Th. 468;ἔστιν δὲ.. τοῦτο.. θ., ὅπως.. Id.Pl. 340
; θ. τοῦ κάλλους marvellous for beauty, X.An.2.3.9;πρὸς τὴν τόλμαν -ώτατε Aeschin.3.152
: with interrog., θαυμάσιον ὅσον exceedingly, Pl.Smp. 217a;θαυμάσι' ἡλίκα D.19.24
; τὸ -ώτατον what is most wonderful, D.S.1.63.2 Adv. - ίως wonderfully, i.e. exceedingly, Ar.Nu. 1240: freq. with ὡς, θ. ὡς ἄθλιος marvellously wretched, Pl.Grg. 471a; θ. ἂν ὡς ηὐλαβούμην I should be wonderfully cautious, D.29.1.II admirable, excellent, with slight irony, Pl.Phdr. 242a, D. 19.113: freq.ὦ θαυμάσιε Pl.R. 435c
, al.; ὦ -ώτατε ἄνθρωπε, in scorn, X.An.3.1.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυμάσιος
-
110 θεαρίς
-
111 θεσπέσιος
θεσπέσιος, α, ον, also ος, ον E.Andr. 296 (lyr.), Luc.Sacr.13: (perh. for θες-σπέσιος, cf. θεός, ἔσπον):—prop. of the voice,b oracular,γένος Pi.P.12.13
(of the Graiae);δάφνα E.
l.c.; θ. ὁδός the way of divination, of Cassandra, A.Ag. 1154 (lyr.); εὐχαῖς ὑπὸ θ. with prayers to the gods, Pi. I.6(5).44.II more than human: hence, awful, of natural phenomena,θ. νέφος Il. 15.669
;ἀχλύς Od.7.42
;λαῖλαψ 9.68
; marvellous,χάρις 2.12
; θ. ἄωτον, χαλκός, 9.434, Il.2.457; θ. ὀδμή a smell divinely sweet, Od.9.211; ὀσμὴ θ. Hermipp.82.9; of human affairs, θ. φύζα, φόβος, Il.9.2, 17.118;πλοῦτος 2.670
;ἠχή 8.159
;βοή Od.24.49
;θ. ὅμιλος Theoc. 15.66
: also in Prose,τέχνη θ. τις καὶ ὑψηλή Pl.Euthd. 289e
;θ. βίος Id.R. 365b
; θ. καὶ ἡδεῖα ἡ διαγωγή ib. 558a;σοφοὶ καὶ θ. ἄνδρες Id.Tht. 151b
, cf. Philostr.Dial.1;φύσεις Id.VS2.9.2
;θ. τὴν γνώμην Luc. Alex.4
.III Adv. -ίως, θ. ἐφόβηθεν they trembled unspeakably, Il.15.637: neut. θεσπέσιον as Adv.,θ. ὑλᾶν Theoc.25.70
; alsoἀπόζει θ. ὡς ἡδύ Hdt.3.113
;ὠδώδει θ. οἷον Plu.Alex.20
; θεσπεσίηθεν divinely,ἀρηρότα Emp.96.4
. —Chiefly [dialect] Ep., once in Hdt., twice in Trag. (lyr.), once in Ar. (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσπέσιος
-
112 θεωρικός
A of or for θεωρία (signfs. 1 and 11), πεπλώματ' οὐ θεωρικά no festal robes, E.Supp.97; θ. σκηνή the tent used by the θεωροί, Henioch.5.8; θ. ὁδός,=θεωρίς 1.2
, Poll.2.55. Adv.- κῶς Hsch.
II θεωρικόν, τό (θεωρικός, ὁ, seems to be an error in Phld.Rh.2.208 S.), at Athens, fund for providing free seats at public spectacles, οἱ ἐπὶ τὸ θ. Arist.Ath.43.1, cf. 47.2, D.18.113, IG22.223C5; ἡ ἀρχὴ ἡ ἐπὶ τῷ θ. Aeschin.3.24: pl. (sc. χρήματα), D.3.11, Harp., etc., cf. Plu.Per.9: so elsewh. θεωρικά, with or without χρήματα, fund for festivals, POxy.1333 (ii/iii A.D.), 473.4 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεωρικός
-
113 θεωρίς
1 (with and without ναῦς) sacred ship, which carried the θεωροί to their destination, Hdt.6.87, cf. Call.Del. 314: metaph., ἄστολος θ., of Charon's bark, A.Th. 858 (lyr.).2 (sc. ὁδός) road by which the θεωροί went, Hsch.II pl.,= Βάκχαι, Id., cf. Plb.30.25.12; of attendants of Apollo, Nonn.D.9.261. -
114 θλίβω
θλῐβ-ω [pron. full] [ῑ], Ar. Pax 1239, etc.: [tense] fut. θλίψω ([etym.] ἀπο-) E.Cyc. 237: [tense] aor.A , Call.Del.35: [tense] pf.τέθλῐφα Crobyl.4
(cj.), Plb.18.24.3:—[voice] Med., [tense] fut. θλίψομαι (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut. θλῐβήσομαι v.l. in Sor.1.33: [tense] aor. 1 , Arist.Pr. 925b20: [tense] aor. 2 part. θλῐβείς ib.13, v.l. in Dsc.3.7 (cf. subj.ἐκφλῐβῇ Hp. Loc.Hom.9
): [tense] pf. , AP7.472.5 (Leon.):— squeeze, chafe, θλίβει τὸν ὄρρον [ὁ θώραξ] Ar. Pax 1239, cf. Lys. 314;τοὺς ὄφεις θλίβων D.18.260
; ὅπου με θλίβει where [the shoe] pinches, Plu.2.141a: metaph.,δούλης ὦτα νωθρίη θλίβει Herod.4.53
: abs., exercise pressure, Plot.3.6.6:—[voice] Pass., of a person heavy-laden, ὡς θλίβομαι! Ar.Ra.5, cf. V. 1289:—[voice] Med., πολλῇς φλιῇσι παραστὰς θλίψεται (v.l. φλίψεται) ὤμους he will rub his shoulders against many doorposts, of a beggar, Od.17.221: χείλεα θλίβειν, of kissing, Theoc.20.4.II compress, straiten, Pl.Ti. 60c; reduce, compress,εἰς τὸ μὴ ὂν τὰ ὄντα θλίβοντες Epicur.Ep.1p.16U.
:—[voice] Pass., to be compressed, Pl.Ti. 91a;ὥστε ἐξωθεῖσθαι τὸ ἧσσον θλιβόμενον ὑπὸ τοῦ μᾶλλον θλιβομένου Archim. Fluit.1
Prooem.; θλιβομένα καλύβα a small, close hut, Theoc. 21.18; ὁδὸς τεθλιμμένη, opp. εὐρύχωρος, Ev.Matt.7.14; βίος τεθλ. a scanty subsistence, D.H.8.73, cf.AP7.472.5 (Leon.).2 metaph., oppress, afflict, distress,ἀνάγκη ἔθλιψέ τινα Call.Del.35
;θ. καὶ λυμαίνεσθαι τὸ μακάριον Arist.EN 1100b28
;θ. τὰς πόλεις τοῖς ὀψωνίοις SIG 700.25
(Macedonia, ii B.C.); press hard in battle, Plb.18.24.3:— [voice] Pass.,θ. διὰ τὸν πόλεμον Arist.Pol. 1307a1
; (ii B.C.);ὑπὸ τῆς ἀδοξίας Phld.Lib.p.61
O.—Once in Hom., never in Trag. -
115 καθύπερθε
καθύπερθε [pron. full] [ῠ], poet. before a vowel [suff] καθύπερ-θεν (also v.l. in Th.5.59, S. El. 1090 (lyr.)); [dialect] Ion. [full] κατύπερθε: Adv.:—A from above, down from above,δεινὸν δὲ λόφος κ. ἔνευεν Il.3.337
, cf. 22.196, Od.12.442, etc.;κ. μελαθρόφιν 8.279
;ἐκ μὲν τοῦ πεδίου.., κ. δέ.. Th.5.59
, cf.IG12.398: c. gen., .2 atop, above, opp. ὑπένερθε, Od.10.353; κ. ἐπιρρέει floats atop, Il.2.754;κ. τῶν ὅπλων τοῦ τόνου Hdt.7.36
; of geographical position,Λέσβος ἄνω.., καὶ Φρυγίη καθύπερθε Il.24.545
: c. gen., καθύπερθε Χίοιο above, i.e. north of, Chios, Od.3.170: in Prose, (Abu Simbel, vi B. C.); ἡ Χώρη ἡ κ. Hdt.4.8;ἡ κ. ὁδός Id.1.104
, etc.; τὰ κ. the upper country, i.e. farther inland,τὰ κ. τῆς λίμνης Id.2.5
; τὰ κ. τῆς θηριώδεος ib.32;τοῖσι κ. Ἀσσυρίων οἰκημένοισι Id.1.194
.3 above, having the upper hand of, κ. γενέσθαι τινός, prop., of a wrestler who falls atop of his opponent, ib.67, 8.60.γ; κ. Χερὶ πλούτῳ τε τῶν ἐχθρῶν S.El.
l.c. (lyr.); also, of affairs,ἐλογίζετο.. κ. οἱ τὰ πρήγματα ἔσεσθαι τῶν Ἑλληνικῶν Hdt.8.136
;κακοὶ δ' ἀγαθῶν καθύπερθεν Thgn.679
; μόχθου κ. superior to misery, unconquered by it, Pi.P.9.31; alsoκ. ἤ.. Hdt.8.75
.II of Time, before, c. gen., Id.5.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθύπερθε
-
116 κακοδία
A = κακὴ ὁδός, Et.Gud.App.672.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοδία
-
117 καταβατός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβατός
-
118 καταδέω
A bind on or to, bind fast, πρυμνήσια, ἱστόν, Il.1.436 (tm.), Od.2.425 (tm.);ἵππους μὲν κατέδησαν.. ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ Il.10.567
;ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν 8.434
;ἐμὲ μὲν κατέδησαν.. ἐνὶ νηΐ Od.14.345
;κ. λάρνακας Hdt.3.123
:—[voice] Pass.,καταδεδεμένος τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.122
; (lyr.) (soμανίη καταδεῖ τινα Hermesian.7.85
);καταδεῖται ψυχὴ ὑπὸ σώματος Pl. Phd. 83d
;γλῶττα -δεδεμένη Arist.HA 492b32
:—[voice] Med., bind to oneself,ἀγχόνιον βρόχον κατεδήσατο E.Hel. 687
(lyr.);σπόγγους περὶ τὰ ὦτα Arist.Pr. 960b15
: metaph., ἀριθμῷ καταδήσασθαι tie up for oneself in lots, D.H.Rh.11.3;καταδησαμένη τινὰ ὁρκίοις Parth.12.3
.b κ. τι ἀπό or ἔκ τινος, metaph., establish securely, τὴν διὰ πάντων διήκουσαν ὠφέλειαν ἀπὸ [ τοῦ συλλογισμοῦ] Procl.in Alc.p.252 C., cf. Simp. in de An.15.34.3 put in bonds, imprison, Hdt.3.143, Th.8.15, Pl.Ti. 70e, etc.; κ. τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Hdt.5.72.III bind by spells, enchant (with [tense] fut.- δήσομαι Theoc.2.3
), Din.Fr.6.7 ([voice] Pass.), SIG1175.2 (iv/iii B.C.), etc.;κ. τὸ ἐργαστήριόν τινος Tab.Defix.71.2
(iii B.C.);κ. τινὰ γλῶτταν καὶ ψυχὴν καὶ λόγον Tab.Defix.Aud.49.1
(iv/iii B. C.); γοητεῦσαι καὶ κ., of Cleopatra, D.C.50.5:—[voice] Pass., Tab.Defix.107a2, Clearch.38, Plu.2.378f; cf. καταδηνύω, καταδίδημι.------------------------------------καταδέω (B),A lack, need, c. gen., esp. of numbers, ἡ [ ὁδὸς] καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων [ὡς]μὴ εἶναι πεντακοσίων Hdt.2.7
;πυραμίδα.. εἴκοσι ποδῶν καταδέουσαν τριῶν πλέθρων
wanting20
feet of 3 plethra, ib. 134;ἕνδεκα μυριάδες ἦσαν, μιῆς Χιλιάδος.. καταδέουσαι Id.9.30
, cf. 70; [ τὸ ναυτικὸν] δύο νεῶν κατέδεε ἐς τὸν ἀριθμόν there was a lack of two ships, 8.82 (unless κατέδεε be impersonal).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδέω
-
119 καταρράκτης
Aὦ κατᾰράκται Epigr.Gr.979.7
([place name] Philae).I as Adj., down-rushing,ὄμβρος Str.14.1.21
.II as Subst., waterfall, cataract, esp. of the Nile, D.S.1.32, 17.97, Str.17.1.2 and 49, Epigr.Gr. l.c.:—[dialect] Ion. [full] Καταρρήκτης, name of a river in Phrygia, Hdt.7.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρράκτης
-
120 καταστηλόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστηλόω
См. также в других словарях:
ὁδός — 1 way masc nom sg ὁδός 2 way fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀδός — οὐδός 1 threshold masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… … Dictionary of Greek
Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Αιμιλία οδός — (Via Aemilia). Μεγάλος δρόμος της Ιταλίας στην αρχαιότητα, που ξεκινούσε από την Πλακεντία και έφτανε έως το Αρμίνιο, όπου ενωνόταν με τη Φλαμινία οδό, που οδηγούσε στη Ρώμη. Η κατασκευή της τελείωσε το 187 π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον… … Dictionary of Greek
ὁδοῖν — ὁδός 1 way masc gen/dat dual ὁδός 2 way fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)