-
1 θεωρία
θεωρίᾱ, θεώριοςbox: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)θεωρίᾱ, θεωρίαsending of: fem nom /voc /acc dualθεωρίᾱ, θεωρίαsending of: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————θεωρίαι, θεωρίαsending of: fem nom /voc plθεωρίᾱͅ, θεωρίαsending of: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Θεωρία
Θεωρίᾱ, Θεωρίηfem nom /voc /acc dualΘεωρίᾱ, Θεωρίηfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Θεωρίᾱͅ, Θεωρίηfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 θεωρία
θεωρία, ας, ἡ (Aeschyl., Hdt. +) that which one looks at, spectacle, sight (so mostly of public spectacles, religious festivals, processions, etc., s. DHagedorn and LKoenen, ZPE 2, ’68, 74) συνπαραγενόμενοι ἐπὶ τὴν θ. ταύτην who had gathered for this spectacle Lk 23:48 (w. sim. mng. IG IV2/1, 123, 26 θ. for the ὄχλος; 3 Macc 5:24.—Mitt-Wilck. I/2, 3, 6 [112 B.C.] ἐπὶ θεωρίαν a Rom. senator goes sightseeing in Egypt. ἄγωμεν ἐπὶ τὴν θεωρίαν let us be off for the show AcPl Ha 4, 7).—DELG s.v. θεωρός. M-M. TW. -
4 Θεωρίᾳ
Βλ. λ. Θεωρία -
5 θεωρίᾳ
Βλ. λ. θεωρία -
6 θεωρία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-1-3=4 DnLXX 5,7; 2 Mc 5,26; 15,12; 3 Mc 5,24Cf. ZIEGLER 1962, 108 -
7 θεωρία
θεωρ-ία, [dialect] Ion. - ίη, [dialect] Dor. [full] θεᾱρία (v. infr.), [dialect] Boeot. [full] θιαωρία Ἐφ.Ἀρχ.1892.34: ἡ:—A sending of θεωροί or state-ambassadors to the oracles or games, or, collectively, the θεωροί themselves, embassy, mission,θεωρίαν ἀπάγειν εἰς Δῆλον Pl.Phd. 58b
: pl., opp. στρατεῖαι, Id.R. 556c; ἄγειν τῷ Διὶ τῷ Νεμείῳ τὴν κοινὴν ὑπὲρ τῆς πόλεως θ. D.21.115, cf. X.Mem.4.8.2, Decr.Byz. ap. D.18.91 ([etym.] θεᾱρία), Plb.28.19.4.III viewing, beholding, θεωρίης εἵνεκεν ἐκδημεῖν to go abroad to see the world, Hdt.1.30; κατὰ θεωρίης πρόφασιν ib.29; , cf. Arist.Ath.11.1, Th.6.24; pilgrimage, E.Ba. 1047.2 of the mind, contemplation, consideration, Pl.Phlb. 38b: pl., θεῖαι θ. Id.R. 517d: c. gen., παντὸς μὲν χρόνου πάσης δὲ οὐσίας ib. 486a; ἡ τῶν ἀρχῶν, ἡ τῶν ὅλων θ., Epicur.Ep.2p.55U., Phld.Rh.1.288S.;θ. ποιεῖσθαι περί τινος Arist.Metaph. 989b25
; ἡ περὶ φύσεως θ. Epicur.Ep.1p.3U., etc.: pl., τὰς σαθρὰς αὐτοῦ θ. Demetr. Lac.Herc.124.12.b theory, speculation, opp. practice, Plb. 1.5.3; ἡ περὶ τὰ στρατόπεδα θ. Id.6.42.6; αἱ νυκτεριναὶ καὶ ἡμεριναὶ θ. theoretic reckoning of night and day, Id.9.14.6; ἡ μαθηματικὴ θ. Plu. Rom.12.3 [voice] Pass., sight, spectacle, A.Pr. 802, etc.; esp. public spectacle at the theatre or games, Ar.V. 1005, X.Hier.1.12; ἡ τοῦ Διονύσου θ. the Dionysia, Pl.Lg. 650a.4 Rhet., explanatory preface to a μελέτη, Chor. in Hermes 17.208, etc.: so in Philos., continuous exposition, Olymp.in Mete.18.30, al. -
8 θεωρία
theoryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θεωρία
-
9 θεωρίας
θεωρίᾱς, θεωρίαsending of: fem acc plθεωρίᾱς, θεωρίαsending of: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 θεωρίαι
θεωρίαsending of: fem nom /voc plθεωρίᾱͅ, θεωρίαsending of: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 Θεωρίας
Θεωρίᾱς, Θεωρίηfem acc plΘεωρίᾱς, Θεωρίηfem gen sg (attic doric aeolic) -
12 θεωρίαν
θεωρίᾱν, θεωρίαsending of: fem acc sg (attic doric aeolic) -
13 Θεωρίαι
Θεωρίᾱͅ, Θεωρίηfem dat sg (attic doric aeolic) -
14 Θεωρίαν
Θεωρίᾱν, Θεωρίηfem acc sg (attic doric aeolic) -
15 θεωρίαις
θεωρίαsending of: fem dat pl -
16 θεωρίης
θεωρίαsending of: fem gen sg (epic ionic) -
17 θεαρίας
θεᾱρίᾱς, θεωρίαsending of: fem acc pl (doric)θεᾱρίᾱς, θεωρίαsending of: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 Δήλιος
A Delian, A.Eu. 9, etc.: ὁ Δ., name of Apollo, S.Aj. 704, Th.1.13; τοῖς Δηλίοις καὶ ταῖσι Δηλίαισι, the gods and goddesses worshipped at Delos, Ar.Th. 334:—[full] Δήλιος, ὁ, a Delian, Hdt.4.33, etc.:—also [full] Δηλιεύς, IG12(7).50 ([place name] Amorgos):—fem. [full] Δηλιάς, άδος, ἡ, Delian woman,κοῦραι Δ. h.Ap. 157
, cf. E.HF 687: with neut. Subst., Δηλιάσιν γυάλοις cj. in Id.IT 1235:—Adj. [full] Δηλιακός, ή, όν, χορός Th.3.104
;πλοῖον Plu.2.786f
.II [full] Δηλιὰς θεωρία mission sent to Delos every fourth year, Philoch.158:—hence [full] Δηλιασταί, οἱ, members of this θεωρία, Lycurg. Fr.80, Herodicusap.Ath.6.234e, Harp., Hsch.III Δήλιον, τό, precinct of Apollo Δ., Herodicus l.c., Schwyzer 688 A7 (Chios, v B. C.), etc. -
19 θυωρός
Grammatical information: m.Meaning: `offer-table,`ἱερὰ τράπεζα' (Pherekyd. Syr., Call.),Other forms: also θυωρίς f. (Poll.).Derivatives: θυωρίτης τραπεζίτης H., metaph. Lyc. 93 (cf. Redard Les noms grecs en - της 40); θυωρία `offerfeast, meal' (Didyma), θυωρεῖσθαι εὑωχεῖσθαι H.Etymology: From *θυο-Ϝωρός (cf. θυωρόν τράπεζαν την τὰ θύη φυλάσσουσαν H.), Güntert Götter und Geister 120, s. also θυρωρός (but θυο- is difficult). Through association with θεός, θεωρία etc. arose the notations θεωρίς, θεωρία (Poll., Didyma, Rom.empire). - Diff. Kalén Quaest. gramm. graecae 11f.: θυω- \> θεω- phonetically conditioned; θυωρός \< *θυ-ᾱϜορος to ἀείρω (cf. μετέωρος a. o.)[improbable]. (Not from *θυε-ωρος, with impossible form *θυε-, DELG.)Page in Frisk: 1,699Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θυωρός
-
20 θεωριών
См. также в других словарях:
θεωρία — θεωρίᾱ , θεώριος box neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θεωρίᾱ , θεωρία sending of fem nom/voc/acc dual θεωρίᾱ , θεωρία sending of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεωρία — Θεωρίᾱ , Θεωρίη fem nom/voc/acc dual Θεωρίᾱ , Θεωρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεωρίᾳ — Θεωρίᾱͅ , Θεωρίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek
θεωρία — η 1. κάθε γενική επιστημονική γνώση ή μια σειρά συλλογισμών που έχουν για σκοπό την εξήγηση ενός συνόλου φαινομένων ή γεγονότων: Ο Δαρβίνος διατύπωσε τη θεωρία της εξέλιξης των όντων. – Κβαντική θεωρία για τη φύση του φωτός. 2. κρίση αστήριχτη:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεωρίᾳ — θεωρίαι , θεωρία sending of fem nom/voc pl θεωρίᾱͅ , θεωρία sending of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
ενοποιημένου πεδίου, θεωρία — Θεωρία που επιζητά την ενοποίηση των ιδιοτήτων του βαρυτικού, ηλεκτρομαγνητικού και πυρηνικού πεδίου (ισχυρής και ασθενούς πυρηνικής δύναμης), έτσι ώστε όλα τα χαρακτηριστικά της να προκύπτουν από ένα σύστημα εξισώσεων. Λίγο μετά τη διατύπωση της … Dictionary of Greek
αλλοπαθητική θεωρία — Θεωρία για τον ρόλο των φαρμάκων … Dictionary of Greek
πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… … Dictionary of Greek
έμφυτων ιδεών, θεωρία των- — Φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει την ύπαρξη έμφυτων ιδεών και αρχών στην ψυχή ή στην ανθρώπινη διάνοια, δηλαδή ιδεών που ενυπάρχουν στον άνθρωπο από τη γέννησή του και, συνεπώς, δεν είναι προϊόντα ούτε της λογικής ούτε της εμπειρίας. Η… … Dictionary of Greek